Διαιτολόγος-Διατροφολόγος: Επαγγελματίας Ομορφιάς ή Επαγγελματίας Υγείας;
Έχουμε συνδυάσει το επάγγελμα του διαιτολόγου-διατροφολόγου με τον έλεγχο του σωματικού βάρους, και ειδικά την απώλεια βάρους. Στην πραγματικότητα, αν και ο ρόλος του διαιτολόγου ως ειδικός σε θέματα βάρους είναι εκείνος ο οποίος επικοινωνείται πιο συχνά, ο ρόλος του στην πρόληψη και την αντιμετώπιση ασθενειών είναι εκείνος που τον καθιστά σημαντικό και απαραίτητο μέλος μιας διεπιστημονικής ομάδας στην πρόληψη και αντιμετώπιση χρόνιων ασθενειών, όπως ο σακχαρώδης διαβήτης (τύπου Ι & ΙΙ), τα καρδιαγγειακά νοσήματα, ο καρκίνος και οι νεφροπάθειες, καθώς και παραγόντων κινδύνου των παραπάνω ασθενειών (υπερβάλλον σωματικό βάρος, δυσλιπιδαιμίες, υπέρταση κ.α.).
Ως ειδικός ελέγχου του σωματικού βάρους ο διαιτολόγος-διατροφολόγος είναι δίπλα στο άτομο με σκοπό την αξιολόγηση της σύστασης του σώματός του, την αξιολόγηση των διατροφικών συνηθειών και την εκπαίδευσή του για την βελτίωση αυτών, ενώ σημαντική είναι και η «προπόνηση» του ατόμου για πρόληψη και αντιμετώπιση των «επικίνδυνων» καταστάσεων που επηρεάζουν την προσκόλληση σε έναν υγιεινό τρόπο ζωής, και των διαστρεβλωμένων πεποιθήσεων σχετικά με τη διατροφή. Έτσι, το άτομο, ύστερα από την ολοκλήρωση του προγράμματος διατροφής θα έχει τα εφόδια για τη διατήρηση του υγιούς τρόπου διατροφής, υγιή σχέση με το φαγητό και την εικόνα του σώματός του, ενώ θα έχει καταφέρει να μειώσει τον κίνδυνο εμφάνισης πληθώρας χρόνιων νόσων.
Ως ειδικός στην κλινική πράξη σχετικά με ασθενείς που βρίσκονται σε υψηλό κίνδυνο για την εμφάνισή τους, ο διαιτολόγος-διατροφολόγος θα παρέμβει με σκοπό τη μείωση του κινδύνου αυτού, τη βελτίωση των διατροφικών συνηθειών του ατόμου, παράλληλα με τις αρμόζουσες τροποποιήσεις στη διατροφή, και θα αποτελέσει αναπόσπαστο κομμάτι της διεπιστημονικής ομάδας που παρακολουθεί τον ασθενή.
Αναφορικά με τη διαιτολογική παρέμβαση σε άτομα που πάσχουν από νόσους σχετιζόμενες με τη διατροφή στόχος είναι η βελτίωση των σχετικών δεικτών υγείας και η βελτίωση της ποιότητας ζωής των ασθενών. Απαραίτητη είναι η αξιολόγηση της κατάστασης θρέψης του ατόμου, και εν συνεχεία η διατήρηση ή η βελτίωσή της, καθώς παίζει σημαντικό ρόλο στην πρόγνωση του ασθενούς και την εξέλιξη της νόσου. Παράλληλα, ο διαιτολόγος-διατροφολόγος θέτει σε εφαρμογή τις οδηγίες κλινικής διατροφής έγκριτων οργανισμών, καταρτίζοντας πρόγραμμα και οδηγίες με τις απαραίτητες διαιτητικές τροποποιήσεις. Επίσης, σημαντική είναι η διατήρηση της απόλαυσης του φαγητού σε αυτές τις ομάδες ασθενών. Δυστυχώς, πολλές φορές βλέπουμε να παραλείπεται ο διαιτολόγος-διατροφολόγος στην αντιμετώπιση ασθενειών, με αποτέλεσμα να επιδεινώνεται η κατάσταση θρέψης, επομένως και η κατάσταση της υγείας του ασθενούς. Για παράδειγμα, στον καρκίνο, η μη-βελτιστοποίηση της κακής κατάσταση θρέψης μπορεί να επιφέρει από αυξημένες παρενέργειες της θεραπείας, έως διακοπή της θεραπείας, ακόμη και θάνατο από καρκινική καχεξία.
Η διαιτολογία είναι μια πολύ σημαντική επιστήμη, της οποίας η πρόοδος έχει συντελέσει στην καλύτερη πρόληψη και αντιμετώπιση ασθενειών.
Συνεπώς, ο διαιτολόγος-διατροφολόγος είναι ουσιαστικά ένας επαγγελματίας υγείας, με αναγνωρισμένη άδεια ασκήσεως επαγγέλματος (Υπουργικό Διάταγμα 133/2014), ενώ η διαιτολογική πράξη εφαρμόζεται αποκλειστικά και μόνο από αδειούχους διαιτολόγους-διατροφολόγους.
Είναι απαραίτητο να απευθυνόμαστε στους αδειούχους διαιτολόγους-διατροφολόγους, καθώς αρκετά περιστατικά ατόμων που παριστάνουν τους διαιτολόγους-διατροφολόγους ή δίνουν -μη έγκυρες- συμβουλές διατροφής έχουν παρατηρηθεί και καταγγελθεί ανά την επικράτεια.
Exclusive Breastfeeding for at Least Four Months Is Associated with a Lower Prevalence of Overweight and Obesity in Mothers and Their Children after 2-5 Years from Delivery
https://doi.org/10.3390/nu14173599
Mantzorou M, Papandreou D, Vasios GK, Pavlidou E, Antasouras G, Psara E, Taha Z, Poulios E, Giaginis C. Exclusive Breastfeeding for at Least Four Months Is Associated with a Lower Prevalence of Overweight and Obesity in Mothers and Their Children after 2–5 Years from Delivery. Nutrients. 2022; 14(17):3599.Introduction: Obesity is a current public health concern. Higher body weight is influenced by genetic and environmental parameters, and their interplay and is associated with a greater risk for several chronic diseases. Breastfeeding has been suggested as a preventive measure against obesity, which can further reduce long-term negative health outcomes for both women and children. Aim: The aim of the present study was to evaluate the role of breastfeeding on maternal and childhood overweight and obesity. Materials and Methods: This is a cross-sectional study conducted on 2515 healthy mothers and their children, aged 2–5 years, enrolled from nine different Greek rural and urban regions. Validated, standardized questionnaires were administrated that included anthropometric indices, socio-demographic characteristics of mothers and children, as well as breastfeeding practices. Results: Overall, 68% of participated women exclusively breastfed their children for at least 4 months. Mothers that exclusively breastfed showed a significantly lower prevalence of overweight and obesity after 2–5 years from delivery (p < 0.0001). Children that had exclusively been breastfed showed a significantly lower prevalence of overweight and obesity at the age of 2–5 years (p < 0.0001). Using multivariate regression analysis, exclusive breastfeeding for at least 4 months was associated with a two-fold lower risk for maternal and childhood overweight and obesity after 2–5 years from delivery, independent from maternal age, educational and economic status, and smoking habits (p < 0.0001). Conclusion: Exclusive breastfeeding for at least 4 months had a positive effect on childhood overweight and obesity, also contributing beneficially to post-natal maternal weight control. The beneficial effects of breastfeeding should be communicated to future and new mothers, while supportive actions for all mothers to initiate and continue breastfeeding their offspring should be implemented.
Η παχυσαρκία είναι ένα σημαντικό ζήτημα για τη δημόσια υγεία. Το υψηλότερο σωματικό βάρος επηρεάζεται από γενετικές και περιβαλλοντικές παραμέτρους και την αλληλεπίδρασή τους, και σχετίζεται με μεγαλύτερο κίνδυνο για αρκετές χρόνιες νόοσυς. Ο θηλασμός έχει προταθεί ως προληπτικό μέτρο κατά της παχυσαρκίας, το οποίο μπορεί να μειώσει περαιτέρω τα μακροπρόθεσμες αρνητικές επιδράσεις για την υγεία τόσο για τις γυναίκες όσο και για τα παιδιά.
Σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν η αξιολόγηση του ρόλου του μητρικού θηλασμού στο υπερβάλλον σωματικό βάρος και την παχυσαρκία των μητέρων και των παιδιών τους. Αυτή η συγχρονική μελέτη διεξήχθη σε 2515 υγιείς μητέρες και τα παιδιά τους, ηλικίας 2-5 ετών, που έλαβαν μέρος από εννέα διαφορετικές ελληνικές αγροτικές και αστικές περιοχές. Χρησιμοποιήθηκαν επικυρωμένα, τυποποιημένα ερωτηματολόγια που περιελάμβαναν ανθρωπομετρικούς δείκτες, κοινωνικοδημογραφικά χαρακτηριστικά μητέρων και παιδιών, καθώς και πρακτικές θηλασμού.
Tο 68% των γυναικών που συμμετείχαν θήλασαν αποκλειστικά τα παιδιά τους για τουλάχιστον 4 μήνες. Οι μητέρες που θήλαζαν αποκλειστικά εμφάνισαν σημαντικά χαμηλότερο επιπολασμό υπέρβαρου και παχυσαρκίας μετά από 2-5 χρόνια από τον τοκετό (p < 0,0001). Τα παιδιά που είχαν θηλάσει αποκλειστικά εμφάνισαν σημαντικά χαμηλότερο επιπολασμό υπέρβαρου και παχυσαρκίας στην ηλικία των 2-5 ετών (p < 0,0001). Χρησιμοποιώντας την πολυπαραγοντική ανάλυση παλινδρόμησης, ο αποκλειστικός θηλασμός για τουλάχιστον 4 μήνες συσχετίστηκε με διπλάσιο κίνδυνο για υπέρβαρο και παχυσαρκία στη μητέρα και τα παιδιά μετά από 2-5 χρόνια από τον τοκετό, ανεξάρτητα από την ηλικία της μητέρας, την εκπαιδευτική και οικονομική κατάσταση και τις καπνιστικές συνήθειες (p < 0,0001).
Ο αποκλειστικός θηλασμός για τουλάχιστον 4 μήνες είχε θετική επίδραση στο υπερβάλλον σωματικό βάρος και την παχυσαρκία στην παιδική ηλικία, συμβάλλοντας επίσης ευεργετικά στον έλεγχο του βάρους της μητέρας μετά τον τοκετό. Τα ευεργετικά αποτελέσματα του θηλασμού θα πρέπει να κοινοποιούνται στις μέλλουσες και στις νέες μητέρες, ενώ θα πρέπει να εφαρμόζονται υποστηρικτικές ενέργειες για όλες τις μητέρες ώστε να ξεκινήσουν και να συνεχίσουν να θηλάζουν τα παιδιά τους.
Το άρθρο είναι ελεύθερο προς ανάγνωση στη σελίδα του επιστημονικού περιοδικού εδώ. Τα πνευματικά δικαιώματα ανήκουν στους συγγραφείς.
Η μελέτη αυτή έχει βραβευτεί στο 15ο Πανελλήνιο Συνέδριο Διατροφής & Διαιτολογίας και το 4ο Συνέδριο Κλινικής Διατροφής & Μεταβολισμού που διεξήχθη στην Αθήνα.
Μελομακάρονα με φυστίκι Αιγίνης
Και σε ποιόν δεν αρέσουν τα μελομακάρονα! Μια αγαπημένη, κλασσική και θρεπτική συνταγή από μόνη της, με μέλι και ελαιόλαδο!
Αν και το διαδίκτυο κατακλύζεται από "πιο θρεπτικές" παραλλαγές της κλασσικής συνταγής, επιλέγω να μοιραστώ μαζί σας, μια κλασσική συνταγή, καθώς από μόνη της είναι θρεπτική, ειδικά χάρη στο εξαιρετικά παρθένο ελαιόλαδο, ενώ τα γλυκά και τα γλυκίσματα τα καταναλώνουμε για απόλαυση και όχι για τη θρεπτική τους αξία.
Αν έχετε παρατηρήσει οτι υπερκαταναλώνετε μελομακάρονα και άλλα γλυκίσματα, αυτό που χρειάζεται να κάνετε είναι να εστιάσετε στους λόγους της υπερκατανάλωσης, και όχι στο να τα κάνετε ακόμη πιο θρεπτικά!
Θα χρειαστείτε:
Για τα μελομακάρονα
1 1/2 φλ. εξαιρετικά παρθένο ελαιόλαδο
1/2 φλ. ηλιέλαιο
1 φλ. μέλι
3/4 φλ. χυμό πορτοκάλι
1/4 φλ. κονιάκ
2 κ.γ. ξυσμα πορτοκαλιού
2 κ.γ. baking powder
1 κ.γ. σόδα
8 φλ. αλεύρι για όλες τις χρήσεις
2 κ.γ. κανέλα
1 κ.γ. γαρύφαλο
Για το σιρόπι
2 φλ. μέλι
2 φλ. ζαχαρη
2 φλ. νερό
Για το γαρνίρισμα
1 1/2 φλ. ψιλοκομμένους ξηρούς καρπούς (εδώ: φυστίκι Αιγίνης)
Εκτέλεση:
1. Στο μιξερ αναμείξτε καλά τα υγρά υλικά (6 πρώτα)
2. Σε ενα μπολ αναμείξτε το αλεύρι, τη σόδα και το baking powder
3. Σιγα σιγα αναμείξτε τα στερεά με τα υγρά υλικά
4. Πλάστε τα μελομαρονα
5. Σε προθερμασμένο φούρνο ψηστε τα στους 175 βαθμους για περιπου 30 λεπτά
6. Ετοιμαστε το σιρόπι βραζοντας το μελι με τη ζαχαρη και το νερο
7. Όταν βγουν τα μελομακαρονα απο το φούρνο, μελώστε τα και αφηστε τα να κρυώσουν
8. Τέλος, πασπαλίστε τα με τους ξηρούς καρπούς
Υδατάνθρακες και λιπαρά: Έχουμε νέα δεδομένα που αλλάζουν ο,τι ξέραμε;
"Οι δίαιτες χαμηλές σε λιπαρά σκοτώνουν", "οι υδατάνθρακες σκοτώνουν", "σοκ στην επιστημονική κοινότητα" και άλλοι βαρύγδουποι τίτλοι συνόδεψαν τα (παραφρασμένα) αποτελέσματα μιας νέας μεγάλης μελέτης παρατήρησης που εκδόθηκε στο περιοδικό Lancet.
Η έρευνα "the PURE study" μελέτησε τις δίαιτες 135.335 ατόμων σε 18 χώρες της Ασίας, της Αφρικής, της Ευρώπης και της Αμερικής.
Οι επιστήμονες παρακολούθησαν τη διατροφή των συμμετεχόντων για 7 έτη και μελέτησαν τη σχέση διατροφής (ποσοστά μακροθρεπτικών συστατικών) και των αιτιών θανάτων των συμμετεχόντων.
Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι:
Τα άτομα που έτρωγαν τους περισσότερους υδατάνθρακες (77% των συνολικών ημερήσιων θερμίδων τους προέρχονταν από υδατάνθρακες!!!!) βρισκόντουσαν σε 28% μεγαλύτερο κίνδυνο θανάτου, σε σχέση με εκείνους που έτρωγαν τους λιγότερους υδατάνθρακες!
Εκείνοι που έτρωγαν το περισσότερο λίπος (35% των συνολικών ημερήσιων θερμίδων τους προέρχονταν από λίπος) βρίσκονταν σε 23% χαμηλότερο κίνδυνο θανάτου σε σχέση με εκείνους που έτρωγαν το λιγότερο λίπος (10%ων συνολικών ημερήσιων θερμίδων τους προέρχονταν από λίπος).
Ο τύπος των λιπαρών δεν σχετιζόταν με τον κίνδυνο καρδιακής νόσου και καρδιακών συμβαμάτων, ενώ χαμηλή πρόσληψη κορεσμένων λιπαρών σχετίστηκε με υψηλότερο κίνδυνο εγκεφαλικού.
Επομένως τι συμβαίνει; Οι υδατάνθρακες μας σκοτώνουν και τα λιπαρά μας σώζουν;
Όχι φυσικά!
Η μελέτη αυτή αποτελεί μια μελέτη παρατήρησης, η οποία μπορεί να μας δείξει συσχέτιση και όχι αίτια! Άρα, δεν μπορούμε να πούμε ότι η υψηλή κατανάλωση υδατανθράκων είναι η αιτία για τον αυξημένο κίνδυνο θανάτου!!!
Επίσης, ο κίνδυνος θανάτου ήταν υψηλότερος για κατανάλωση υδατανθράκων στο 77% της ημερήσιας ενεργειακής πρόσληψης, ποσοστό πολύ υψηλό, ενώ η "υψηλή" κατανάλωση λίπους, μόνο υψηλή δεν θα χαρακτηριζόταν στο 35% της ημερήσιας ενεργειακής πρόσληψης, ποσοστό που συνάδει με τη Μεσογειακή Διατροφή.
Οι περισσότεροι συμμετέχοντες της μελέτης προέρχονται από φτωχές χώρες, όπου τα τρόφιμα-πηγές υδατανθράκων είναι πιο φτηνά, όπως το ρύζι στην Ασία.
Αν και μελετήθηκαν τα είδη λιπαρών, κάτι τέτοιο δεν έγινε για τους υδατάνθρακες, ώστε να δούμε τη συσχέτιση των σακχάρων στην θνησιμότητα.
Η μελέτη εξέτασε μακροθρεπτικά συστατικά και όχι τρόφιμα. Κορεσμένα λιπαρά βρίσκουμε σε τρόφιμα όπως στα γαλακτοκομικά, στο λίπος του κρέατος και του κοτόπουλου, που αποτελούν πηγές πρωτεϊνών και άλλων απαραίτητων θρεπτικών συστατικών.
Συμπερασματικά, η μελέτη αυτή μας δείχνει αυτό που έχουν δείξει και άλλες μελέτες στο παρελθόν, και επιβεβαιώνει ότι είναι σημαντικό να έχουμε μια ποικίλη διατροφή, όπως τη Μεσογειακή Διατροφή, η οποία δεν στερείται καλών λιπαρών, περιέχει αρκετούς υδατάνθρακες και επαρκείς ποσότητες πρωτεϊνών!
Επίσης, ο ντόρος που έγινε με τη μελέτη αυτή αναδυκνείει για άλλη μια φορά ότι η κατανόηση των επιστημονικών άρθρων είναι σοβαρή υπόθεση.Είναι δυνητικά επικίνδυνο να παραφράζονται με τέτοιο τρόπο τα αποτελέσματα μελετών με συνέπεια την παραπληροφόρηση των αγαγνωστών για την απόσπαση like!
Διαβάστε την περίληψη της μελέτης εδώ.