Νηστεία: πώς υποκαθιστούμε το γάλα;
Τα γαλακτοκομικά προϊόντα αποτελούν πηγή πρωτεΐνης και ασβεστίου. Κατά τη νηστεία η κατανάλωση γάλακτος και γαλακτοκομικών απαγορεύεται, λόγω της ζωικής τους προέλευσης.
Το μπρόκολο, το κουνουπίδι, το σπανάκι, το σουσάμι, το ταχίνι και τα αμύγδαλα αποτελούν εναλλακτικές πηγές ασβεστίου, ενώ αυτήν την εποχή έμφαση δίνεται στα μη γαλακτοκομικά προϊόντα και ροφήματα.
Στα ράφια του σούπερ μάρκετ θα έχετε παρατηρήσει τα διαφορετικά νηστίσιμα γάλατα. Η ποικιλία των νηστίσιμων προϊόντων αυξάνεται με τα χρόνια και είναι πιο δύσκολο να κάνουμε την πιο υγιεινή επιλογή! Παρακάτω αναλύονται τα διάφορα νηστίσιμα γαλακτοκομικά προϊόντα και οι διαφορές μεταξύ τους.
Όσον αφορά τα υποκατάστατα γάλακτος, στο εμπόριο υπάρχουν διάφορα ροφήματα, όπως σόγιας, αμυγδάλου, ρυζιού, καρύδας και βρώμης. Τα νηστίσιμα ροφήματα έχουν λιγότερες θερμίδες ανά μερίδα σε σχέση με το κανονικό γάλα καθώς και λιγότερα κορεσμένα λιπαρά.
Τα ροφήματα αυτά περιέχουν ασβέστιο, βιταμίνη D και βιταμίνες του συμπλέγματος Β, όμως, στην πλειοψηφία τους περιέχουν έως και τέσσερα κουταλάκια του γλυκού σάκχαρα. Βέβαια, είναι ελεύθερα λακτόζης και χοληστερόλης. Εκτός από το ρόφημα βρώμης, τα υπόλοιπα είναι ασφαλή προς κατανάλωση από άτομα με κοιλιοκάκη.
Ένα ποτήρι γάλα/ρόφημα σόγιας περιέχει όση πρωτεΐνη περιέχει και το τυπικό γάλα και είναι το εναλλακτικό ρόφημα με τη μεγαλύτερη περιεκτικότητα πρωτεΐνης. Προτιμήστε γάλα σόγιας, χωρίς πρόσθετη ζάχαρη ή με φυσική γεύση.
Λόγω του ότι η περισσότερη σόγια προέρχεται από γενετικά τροποποιημένη σόγια, είναι καλό να ελέγχετε την ετικέτα του προϊόντος.
Το γάλα αμυγδάλου είναι ένα ρόφημα με ευχάριστη, ελαφριά γεύση και λιγότερες θερμίδες ανά μερίδα από τα άλλα νηστίσιμα ροφήματα, ενώ υπάρχει και προϊόν χωρίς πρόσθετα σάκχαρα. Το θετικό με το ρόφημα αμυγδάλου είναι ότι μπορεί να παρασκευαστεί εύκολα και στο σπίτι! Μουλιάστε ένα φλιτζάνι αμύγδαλα όλο το βράδυ. Το πρωί ξεφλουδίστε τα, ξεβγάλτε και στραγγίστε τα.
Στη συνέχεια, προσθέστε τα στο μπλέντερ με τέσσερα φλιτζάνια νερό (και τέσσερις χουρμάδες ή λίγο μέλι για να γίνει πιο γλυκό) και ανακατέψτε καλά. Τέλος, περάστε το μείγμα μέσα από μουσελίνα και απολαύστε το!
Το γάλα καρύδας είναι ρόφημα με εξωτική, ελαφριά γεύση. Περιέχει φυσικά σάκχαρα, οπότε τις περισσότερες φορές δεν προστίθενται επιπλέον σάκχαρα στο ρόφημα. Βέβαια, σε ορισμένες περιπτώσεις ενδέχεται το γάλα καρύδας να είναι αναμεμιγμένο με γάλα ρυζιού.
Αναφορικά με το γάλα ρυζιού, προέρχεται κυρίως από καστανό ρύζι, περιέχει περισσότερους υδατάνθρακες ανά μερίδα από το συμβατικό γάλα, εκ των οποίων σχεδόν τα μισά είναι σάκχαρα που προκύπτουν φυσικά. Όμως, λόγω της περιεκτικότητας του ρυζιού σε αρσενικό, είναι αμφίβολη η ασφάλειά του για τα παιδιά.
Το γάλα βρώμης προέρχεται από βρώμη, είναι πιο πλούσιο σε φυτικές ίνες από τα άλλα ροφήματα, με πάνω από 3 γρ. φυτικών ινών σε ένα ποτήρι! Ταιριάζει ιδιαίτερα με δημητριακά και βρώμη στο πρωινό, βοηθώντας ιδιαίτερα στην αύξηση της πρόσληψης φυτικών ινών!
Υπάρχουν διάφορα εναλλακτικά ροφήματα για άτομα που νηστεύουν. Απ’ αυτά το γάλα αμυγδάλου χωρίς προσθήκη σακχάρων έχει τις λιγότερες θερμίδες με ωραία γεύση, ενώ μπορείτε εύκολα να το φτιάξετε μόνοι σας!
Υπογλυκαιμία: Τι είναι, αιτίες, συμπτώματα, και τι να φάω;
Υπογλυκαιμία: Τι είναι, αιτίες, συμπτώματα, και τι να φάω;
Ο όρος υπογλυκαιμία αναφέρεται στην μείωση των επιπέδων σακχάρου, σε επίπεδα κάτω από 70 mg/dl, η οποία συνοδεύεται από συμπτώματα που αντιμετωπίζονται με την κατανάλωση υδατανθράκων. Η σοβαρότητα της υπογλυκαιμίας ορίζεται από τα κλινικά συμπτώματα που επιφέρει.
Τα συμπτώματα της υπογλυκαιμίας είναι το τρέμουλο, οι αυξημένοι παλμοί, ο ιδρώτας, η ναυτία, η πείνα, η ανησυχία, το μυρμήγκιασμα, η δυσκολία συγκέντρωσης, η αδυναμία, η υπνηλία, αλλαγές στην όραση, δυσκολία στην όραση και την ομιλία, η ζάλη και ο πονοκέφαλος.
Η σοβαρότητα της υπογλυκαιμίας χωρίζεται σε 3 ομάδες, την ήπια, μέτρια και σοβαρή υπογλυκαιμία. Στην σοβαρή υπογλυκαιμία, σε αντίθεση με την ήπια και μέτρια υπογλυκαιμία, το άτομο χρειάζεται τη βοήθεια άλλου ατόμου, μπορεί να μην έχει τις αισθήσεις του και η γλυκόζη είναι τυπικά κάτω από 50 mg/dl.
Ποιά είναι τα αίτια και οι επιπτώσεις της υπογλυκαιμίας;
Τα άτομα που βρίσκονται σε υψηλότερο κίνδυνο για υπογλυκαιμία είναι τα άτομα με σακχαρώδη διαβήτη τύπου Ι (ΣΔΙ) και τα άτομα με σακχαρώδη διαβήτη τύπου ΙΙ (ΣΔΙΙ) που χρησιμοποιούν ινσουλίνη ή ıνσουλıνοεκκρıτıκά φάρμακα (σουλφονυλουρίες).
Η υπερβολική δόση ή μη ορθή χρήση της ινσουλίνης, η μειωμένη πρόσληψη υδατανθράκων, η παράλειψη γευμάτων και σνακ, η υπερκατανάλωση αλκοόλ χωρίς φαγητό, ασθένειες, και η άσκηση (μεγάλη ένταση ή/και διάρκεια, ώρα άσκησης σε σχέση με γεύμα) είναι συχνές αιτίες υπογλυκαιμίας.
Η άγνοια γύρω από την υπογλυκαιμία και την σωστή διαχείρηση του σακχαρώδους διαβήτη, η χαμηλή γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη (<6%) σε άτομα με ΣΔΙ και η υψηλή γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη σε άτομα με ΣΔΙΙ, η μικρή ηλικία και η εφηβεία (άτομα με ΣΔΙ), η προχωρημένη ηλικία και η άνοια, και η νευροπάθεια είναι ορισμένοι από τους παράγοντες κινδύνου για σοβαρή υπογλυκαιμία.
Βραχυπρόθεσμα η σοβαρή υπογλυκαιμία μπορεί να αποτελέσει αιτία ατυχήματος και τραυματισμού (πχ. κατά την οδήγηση). Μακροπρόθεσμα, πέρα από νευρολογικές επιπτώσεις, τακτικά επεισόδια υπογλυκαιμίας μπορούν να επηρεάσουν την ικανότητα του ατόμου να αντιλαμβάνεται την υπογλυκαιμία. Σε ασθενείς με ΣΔΙΙ που είναι σε υψηλό κίνδυνο για καρδιαγγειακά νοσήματα, τα δεδομένα συσχετίζουν την συμπτωματική και σοβαρή υπογλυκαιμία με αυξημένη θνησιμότητα, ενδεχομένως καθώς η οξεία υπογλυκαιμία επιδρά στο ανοσοποιητικό και καρδιαγγειακό σύστημα.
Πώς προλαμβάνεται η υπογλυκαιμία;
Η ορθή εκπαίδευση του ατόμου με διαβήτη σχετικά με την ορθή χρήση ινσουλίνης, ή άλλης αγωγής, σε συνδυασμό με την κατάλληλη διατροφική εκπαίδευση και παρέμβαση, και την εκπαίδευση γύρω από την επίτευξη της ρύθμισης των επιπέδων σακχάρου αποτελούν βασικούς πυλώνες στην πρόληψη των υπογλυκαιμιών.
Ο τακτικός έλεγχος των επιπέδων σακχάρου (πριν/μετά το γεύμα, πριν/μετά την άσκηση, πριν τον ύπνο) βοηθούν ιδιαιτέρως στην πρόληψη των υπογλυκαιμιών.
Οι νέες τεχνολογίες, μάλιστα, διευκολύνουν τον έλεγχο των επιπέδων σακχάρου μέσω συνεχούς μέτρησης.
Πώς αντιμετωπίζεται η υπογλυκαιμία; Τι θα πρέπει να καταναλώσει ένα άτομο με υπογλυκαιμία;
Η αντιμετώπιση της υπογλυκαιμίας έγκειται στην μέτρηση των επιπέδων σακχάρου για να προσδιοριστούν τα χαμηλά επίπεδα γλυκόζης, και η πρόσβαση σε τρόφιμο που θα επιφέρει την πιο άμεση αύξηση των επιπέδων σακχάρου, για την πρόληψη πιθανού τραυματισμού και αντιμετώπιση των συμπτωμάτων.
Η ήπια και η μέτρια υπογλυκαιμία αντιμετωπίζονται με κατανάλωση 15 γραμμαρίων υδατανθράκων, σε μορφή γλυκόζης ή σουκρόζης (λευκή κρυσταλλική ζάχαρη) σε ταμπλέτες ή σε ρόφημα (ζαχαρόνερο).
Μετά από 15 λεπτά πρέπει να γίνει επανέλεγχος των επιπέδων σακχάρου και αν δεν έχει επανέλθει στα φυσιολογικά επίπεδα (>70 mg/dl), θα πρέπει να επαναληφθεί η διαδικασία με άλλα 15 γραμμάρια υδατανθράκων.
Σε περίπτωση σοβαρής υπογλυκαιμίας σε άτομο που έχει τις αισθήσεις του συστήνεται η χορήγηση 20 γραμμαρίων υδατανθράκων ως γλυκόζη ή σουκρόζη (πχ. 4 κουταλιές γλυκού ζάχαρη).
Μετά από 15 λεπτά από την υπογλυκαιμία (ήπια, μέτρια ή σοβαρή) πρέπει να γίνει επανέλεγχος των επιπέδων σακχάρου και αν δεν έχει επανέλθει στα φυσιολογικά επίπεδα (>70 mg/dl), θα πρέπει να επαναληφθεί η διαδικασία με άλλα 15 γραμμάρια υδατανθράκων.
Σε περίπτωση σοβαρής υπογλυκαιμίας σε άτομο που δεν έχει τις αισθήσεις του, συστήνεται η έγχυση 1 mg γλυκαγόνης, και η άμεση επικοινωνία με τον θεράποντα ιατρό.
Τα μικρά παιδιά συνήθως χρειάζονται λιγότερο από 15 γραμμάρια υδατανθράκων. Βρεφη χρειάζονται 6 γραμμάρια, νήπια 8 γραμμάρια και μικρά παιδιά 10 γραμμάρια, αν και η ποσότητα μπορεί να εξατομικευτεί, ύστερα από συζήτηση με την διεπιστημονική ομάδα που παρακολουθεί το παιδί.
Με την επαναφορά των φυσιολογικών επιπέδων σακχάρου στο αίμα, το άτομο μπορεί να συνεχίσει κανονικά τα γεύματα ή σνακ, για την πρόληψη επαναλαμβανόμενης υπογλυκαιμίας. Αν το επόμενο γεύμα είναι σε μια ώρα ή αργοτερα, ένα σνακ που περιέχει 15 γραμμάρια υδατανθράκων και μια πηγή πρωτεΐνης θα πρέπει να καταναλωθεί.
Χρειάζεται προσοχή στην αποφυγή υπερβολών μετά την υπογλυκαιμία, καθώς υπερβολική κατανάλωση υδατανθράκων μπορεί να οδηγήσει σε υπεργλυκαιμία και αύξηση βάρους.
Τι να αποφύγει να καταναλώσει ένα άτομο με υπογλυκαιμία;
Πολλές φορές άτομα με διαβήτη χρησιμοποιούν γλυκίσματα όπως σοκολάτα για την αντιμετώπιση της υπογλυκαιμίας. Όπως προαναφέρθηκε, λόγω της ανάγκης για άμεση επαναφορά των επιπέδων σακχάρου στο αίμα, χρειάζεται παροχή σακχάρων (πχ. ζαχαρόνερο) και όχι σύνθετων τροφίμων που περιλαμβάνουν λιπαρά ή/και πρωτεΐνη.
Συνεπώς, δεν συστήνεται η κατανάλωση γλυκισμάτων, σοκολάτας, αρτοσκευασμάτων και γαλακτοκομικών για την επαναφορά των επιπέδων σακχάρου στα φυσιολογικά επίπεδα.
Η πρόληψη της υπογλυκαιμίας είναι ο πιο ασφαλής τρόπος για την αντιμετώπιση της! Τα άτομα που βρίσκονται σε υψηλότερο κίνδυνο για υπογλυκαιμία θα πρέπει να είναι κατάλληλα ενημερωμένα για την πρόληψη και την αντιμετώπιση της.
Παραδείγματα 15 γραμμάρια υδατανθράκων για την αντιμετώπιση της ήπιας και μέτριας υπογλυκαιμίας |
15 γραμμάρια γλυκόζης από ταμπλέτες γλυκόζης |
3 κουταλιές γλυκού ζάχαρη, διαλυμένες σε νερό |
150 γρ αναψυκτικό ή χυμό |
1 κουταλιά σούπας μέλι |
Ζελεδάκια και καραμέλες με ζάχαρη (ποσότητα ανάλογα με το προϊόν - βλ. ετικέτα τροφίμου) |
Πηγές:
- Diabetes Canada Clinical Practice Guidelines Expert Committee. Diabetes Canada 2018 Clinical Practice Guidelines for the Prevention and Management of Diabetes in Canada. Can J Diabetes. 2018;42(Suppl 1):S1-S325.
- Blood Glucose Testing and Management - Hypoglycemia (Low Blood Glucose)
- Low Blood Glucose (Hypoglycemia)
Ζωική vs Φυτική Πρωτεϊνη: Ποιά μας χορταίνει περισσότερο;
Η πρωτεΐνη είναι το μακροθρεπτικό συστατικό που μας χορταίνει περισσότερο. Χορταίνουμε όμως περισσότερο με φυτικές ή ζωικές πρωτεΐνες; Στο ερώτημα αυτό έχουν προσπαθήσει να απαντήσουν ορισμένοι ερευνητές.
Μια μελέτη που [1] ερεύνησε σε 35 υγιείς άνδρες πώς ένα γεύμα-πηγή φυτικής πρωτεΐνης επηρεάζει την ενεργειακή πρόσληψη και τομείς της όρεξης (πείνα, κορεσμός, αίσθηση πληρότητας, μετέπειτα κατανάλωση τροφής) σε σύγκριση με ένα γεύμα που περιέχει τις ίδιες θερμίδες, μακροθρεπτικά συστατικά και φυτικές ίνες, αλλά προέρχεται από ζωική πηγή πρωτεϊνης. Τόσο η ενεργειακή πρόσληψη όσο και οι τομείς της όρεξης δεν επηρεάστηκαν από τα διαφορετικά γεύματα! Δηλαδή, δεν είχε σημασία αν η πρωτεΐνη προέρχεται από φυτική ή ζωική πηγή!
Μια παρόμοια μελέτη [2] σύγκρινε την επίδραση στην όρεξη ενός γεύματος από μοσχάρι και ενός γεύματος με τις ίδιες θερμίδες, ίδια μακροθρεπτικά συστατικά & φυτικές ίνες, αλλά με πρωτεΐνη από σόγια. Οι συμμετέχοντες στη μελέτη αυτή ήταν 21 γυναίκες και άντρες με φυσιολογικό βάρος. Δεν υπήρξαν διαφορές στην πείνα, τον κορεσμό, και σε ορμονικούς παράγοντες που διέπουν την όρεξη μετά από πρόσληψη ίσης ποσότητας πρωτεϊνης από φυτική ή ζωική πηγή, όταν τα υπόλοιπα μακροθρεπτικά συστατικά παρέμειναν σταθερά!
Είστε vegan ή vegeterian και θέλετε να βεβαιωθείτε ότι ακολουθείτε μια πλήρη διατροφή; Κλείστε το ραντεβού σας εδώ!
Μια άλλη μελέτη [3], όμως, έδειξε διαφορετικά αποτελέσματα σε 43 άνδρες με φυσιολογικό βάρος. Τα γεύματα που μελετήθηκαν απέδιδαν τις ίδιες θερμίδες, και λίπος, και είχαν είτε Α. υψηλό ποσοστό πρωτεΐνης (από χοιρινό ή μοσχάρι) και λίγες φυτικές ίνες, είτε Β. υψηλό ποσοστό φυτικής πρωτεϊνης & αρκετές φυτικές ίνες, είτε Γ. χαμηλό ποσοστό πρωτεΐνης & μέτριες φυτικές ίνες. Το γεύμα που περιείχε υψηλό ποσοστό φυτικής πρωτεϊνης & αρκετές φυτικές ίνες (Β) οδήγησε σε μεγαλύτερο κορεσμό, λιγότερη πείνα και όρεξη, και χαμηλότερη μετέπειτα πρόσληψη τροφής σε σχέση με το γεύμα της ζωικής πρωτεΐνης (Α) και το γεύμα χαμηλής πρωτεΐνης φυτικής προέλευσης (Γ). Ιδιαιτερα εντυπωσιακό ήταν το εύρημα ότι το γεύμα φυτικής προέλευσης με χαμηλό ποσοστό πρωτεϊνης (Γ) ήταν τόσο χορταστικό όσο και το γεύμα ζωικής πρωτεΐνης με υψηλό ποσοστό πρωτεΐνης! Παρόμοια ήταν τα αποτελέσματα του άλλου σκέλους της προαναφερθείσας μελέτης [2] η οποία έδειξε οτι ένα γεύμα με μοσχάρι που απέδιδε 24 γ πρωτεϊνης και 1γ φυτικών ινών είχε την ίδια επίδραση στους τομείς της όρεξης με ένα γεύμα σόγιας που απέδιδε 14 γ πρωτεϊνης και 5γ φυτικών ινών.
Τα δεδομένα των παραπάνω μελετών συνεπώς μας δείχνουν ότι η πηγή της πρωτεϊνης σε ένα γεύμα δεν παίζει ρόλο στους τομείς της πείνας, όταν τα υπόλοιπα μακροθρεπτικά συστατικά είναι τα ίδια, όμως η επίδραση των φυτικών ινών φαίνεται να είναι ιδιαίτερα σημαντική στον κορεσμό, όταν συγκρίνουμε γεύματα υψηλότερης και χαμηλότερης περιεκτικότητας σε πρωτεΐνη!
Φυσικά, θα πρέπει να επισημανθεί οτι η όρεξη μας επηρεάζεται από πολλούς παράγοντες, ενώ οι παράπανω μελέτες δεν μεταφράζονται αυτόματα στην καθημερινότητα, καθώς διεξάγονται υπό ελεγχόμενες συνθήκες.
1. Protein from Meat or Vegetable Sources in Meals Matched for Fiber Content has Similar Effects on Subjective Appetite Sensations and Energy Intake—A Randomized Acute Cross-Over Meal Test Study
2. Consuming Beef vs. Soy Protein Has Little Effect on Appetite, Satiety, and Food Intake in Healthy Adults.
3. Meals based on vegetable protein sources (beans and peas) are more satiating than meals based on animal protein sources (veal and pork) – a randomized cross-over meal test study
Μύθοι για τους διαιτολόγους και τη διαιτολογία: Οι διαιτολόγοι εκνευρίζονται αν δεν χασει ο διαιτώμενος βάρος
Πολλοι σκέφονται ότι αν δεν χάσουν βάρος ή δεν τηρήσουν “κατα γράμμα” το πρόγραμμα διατροφής δεν πρέπει να πάνε στο διαιτολόγο, καθώς θα τους μαλώσει ή θα εκνευριστεί ή δεν υπάρχει νόημα για συνεδρία! Μάλιστα, η πεποίθηση αυτή σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ο διαιτώμενος πάει στο διαιτολόγο να δει πόσο έχει χάσει αποτελεί μια από τις πιο συχνές αφορμές για τη αναβολή της συνάντησης με το διαιτολόγο, που ομως μας απομακρύνει από το στόχο για απώλεια βάρους!
Η αδυναμία τήρησής του προγράμματος και τα ολισθήματα αποτελούν δυνατό έναυσμα για συζήτηση πάνω στις συνθήκες που οδήγούν σε παρέκκλιση από το πρόγραμμα, με σκοπό τη βελτίωση της διατροφής, καθώς και των διατροφικών συνηθειών! Επομένως, εαν (νομίζετε ότι) δεν τα πήγατε καλά, είναι προτιμότερο και πιο αποδοτικό να το συζητήσετε εκτενώς με το διαιτολόγο-διατροφολόγο σας και να βρείτε μαζί τις αιτίες που σας οδηγούν να “βγαίνετε εκτός προγράμματος” και τις πιθανές λύσεις στα διατροφικά ζητήματα που αντιμετωπίζετε! Σε αντίθετη περίπτωση, δηλαδή όταν πηγαίνουμε στο διαιτολόγο για να βλέπουμε μόνο την απώλεια βάρους, βάζουμε κάτω από το χαλί τα προβλήματα, τα οποία θα επανεμφανιστούν και έχουν αρνητική επίδραση στην προσπάθειά μας και μπορεί να μας οδηγήσουν στην απογοήτευση και την χαμηλή αυτοπεποίθηση αναφορικά με την επίτευξη των στόχων μας.
Άλλωστε δουλειά του διαιτολόγου-διατροφολόγου δεν είναι να συγχαίρει την απώλεια βάρους και να τιμωρεί την μη απώλεια βάρους, αλλά να βοηθά τους διαιτώμενους να βελτιώσουν τις διατροφικές συνήθειες και συμπεριφορές.
Ο διαιτολόγος δεν εκνευρίζεται και δεν πρέπει να εκνευρίζεται ή να μαλώνει! Είναι δίπλα σας να σας βοηθά!