Can Bioelectrical Impedance Analysis and BMI be a Prognostic Tool in Head and Neck Cancer Patients? A Review of the Evidence
Maria Mantzorou, Maria Tolia, Antigoni Poultsidi, Eleni Pavlidou, Sousana K Papadopoulou, Dimitrios Papandreou and Constantinos Giaginis Can Bioelectrical Impedance Analysis and BMI be a Prognostic Tool in Head and Neck Cancer Patients? A Review of the Evidence Cancers 2020: 12, 557
Background: Malnutrition can significantly affect disease progression and patient survival. The efficiency of weight loss and bioimpedance analysis (BIA)-derived measures in the evaluation of malnutrition, and disease progression and prognosis in patients with head and neck cancer (HNC) are an important area of research. Method: The PubMed database was thoroughly searched, using relative keywords in order to identify clinical trials that investigated the role of BIA-derived measures and weight loss on the disease progression and prognosis of patients with HNC. Twenty-seven studies met the criteria. More specifically, six studies examined the prognostic role of the tissue electrical properties in HNC patients; five examined the role of the tissue electrical properties on identifying malnutrition; four studies looked at the changes in the tissue electrical properties of HNC patients; and 12 examined the prognostic role of weight loss on survival and/or treatment outcomes. Results: Several studies have investigated the role of nutritional status tools on prognosis in HNC patients. Current studies investigating the potential of BIA-derived raw data have shown that phase angle (PA) and capacitance of the cell membrane may be considered prognostic factors of survival. Weight loss may be a prognostic factor for treatment toxicity and survival, despite some conflicting evidence. Conclusions: Further studies are recommended to clarify the role of BIA-derived measures on patients’ nutritional status and the impact of PA on clinical outcomes as well as the prognostic role of weight loss.
Μπορεί η ανάλυση βιοηλεκτρικής εμπέδησης και ο Δείκτης Μάζας Σώματος να είναι ένα προγνωστικά εργαλεία στους ασθενείς με καρκίνο κεφαλής και τραχήλου; Μια ανασκόπηση της βιβλιογραφίας
Η υποθρεψία μπορεί να επηρεάσει σημαντικά την πρόοδο της νόσου και την επιβίωση των ασθενών με καρκίνο. Η αποτελεσματικότητα των μετρήσεων της απώλειας βάρους και της βιοηλεκτικής εμπέδησης (BIA) στην αξιολόγηση της υποθρεψίας και της εξέλιξης της νόσου και της πρόγνωσης σε ασθενείς με καρκίνο της κεφαλής και του τραχήλου είναι ένας σημαντικός τομέας έρευνας.
Η βάση δεδομένων PubMed ερευνήθηκε διεξοδικά χρησιμοποιώντας σχετικές λέξεις-κλειδιά προκειμένου να εντοπιστούν οι κλινικές δοκιμές που διερεύνησαν το ρόλο των μετρήσεων που προέκυψαν από τη ΒΙΑ και την απώλεια βάρους στην πρόοδο της νόσου και στην πρόγνωση ασθενών με ΗΝC.
Είκοσι επτά μελέτες πληρούσαν τα κριτήρια. Ειδικότερα, έξι μελέτες εξέτασαν τον προγνωστικό ρόλο των ηλεκτρικών ιδιοτήτων των ιστών σε ασθενείς με αρκίνο της κεφαλής και του τραχήλου. Πέντε εξέτασαν το ρόλο των ηλεκτρικών ιδιοτήτων των ιστών στην αναγνώριση του υποσιτισμού, τέσσερις μελέτες εξέτασαν τις αλλαγές στις ηλεκτρικές ιδιότητες των ιστών των ασθενών με ΗΝC, και 12 εξέτασαν τον προγνωστικό ρόλο της απώλειας βάρους επί των αποτελεσμάτων επιβίωσης και / ή θεραπείας.
Αρκετές μελέτες έχουν διερευνήσει το ρόλο των εργαλείων διατροφικής κατάστασης στην πρόγνωση σε ασθενείς με HNC. Οι τρέχουσες μελέτες που διερευνούν το δυναμικό των πρωτογενών δεδομένων (raw data) που προέρχονται από τη BIA έχουν δείξει ότι η γωνία φάσης (PA) και η Capacitance της κυτταρικής μεμβράνης μπορεί να θεωρηθούν ως προγνωστικοί παράγοντες επιβίωσης. Η απώλεια βάρους μπορεί να είναι ένας προγνωστικός παράγοντας για την τοξικότητα και την επιβίωση της θεραπείας, παρά τις ασαφείς ενδείξεις. Συνιστώνται περαιτέρω μελέτες για να αποσαφηνιστεί ο ρόλος των μετρήσεων που λαμβάνονται από τη ΒΙΑ στην κατάσταση θρέψηςτων ασθενών και στην επίδραση της ΡΑ στις κλινικές εκβάσεις, καθώς και στον προγνωστικό ρόλο της απώλειας βάρους.
Το άρθρο είναι ελεύθερο προς ανάγνωση στη σελίδα του επιστημονικού περιοδικού εδώ. Τα πνευματικά δικαιώματα ανήκουν στους συγγραφείς.
Λάδι καρύδας: τι ισχύει τελικά
Το λάδι καρύδας (coconut oil) είναι γνωστό κυρίως γιατί περιέχεται σε κρέμες σώματος και μαλλιών. Όμως, χρησιμοποιείται και στη μαγειρική, κυρίως σε χώρες της Νοτιοανατολικής Ασίας. Τα τελευταία χρόνια έχει γίνει η «νέα διατροφική μόδα» και δεν είναι λίγοι εκείνοι που το χρησιμοποιούν καθημερινά στη μαγειρική και τη ζαχαροπλαστική. Επειδή είναι στερεό σε θερμοκρασία δωματίου το χρησιμοποιούν αντί για βούτυρο, ενώ πλέον και στο εμπόριο βρίσκουμε λίπη επάλειψης με έλαιο καρύδας! Και σίγουρα, αν και δεν το έχω δοκιμάσει, θα δίνει ένα ωραίο άρωμα και γεύση καρύδας!
Το λάδι καρύδας διαφημίζεται ως ένα «υγιεινό» λάδι, ένα «superfood» που βοηθά στην απώλεια βάρους, ενώ συνοδεύεται και από μια αρκετά υψηλή για την εποχή τιμή, γύρω στα 20 ευρώ το λίτρο! Τι ισχύει για αυτό το λάδι, ή καλύτερα λίπος;
Το λάδι-λίπος αυτό είναι πλούσιο σε κορεσμένα λιπαρά, και μάλιστα περιέχει πολύ περισσότερα κορεσμένα λιπαρά από το βούτυρο, το μοσχαρίσιο και το χοιρινό λίπος. Το κορεσμένο λίπος αυξάνει την LDL «κακή» χοληστερόλη, η οποία αυξάνει τον κίνδυνο εμφάνισης καρδιαγγειακών νοσημάτων. Επιπλέον, αν και αυξάνει και την HDL «καλή» χοληστερόλη, ως κορεσμένο λίπος, είναι προτιμότερο να επιλέξουμε ακόρεστα λιπαρά, που όχι μόνο μειώνουν την κακή, αλλά αυξάνουν και την καλή χοληστερόλη! Επίσης, το λάδι καρύδας δεν περιέχει τις βιταμίνες και τα αντιοξειδωτικά που βρίσκουμε στο εξαιρετικά παρθένο ελαιόλαδο. Έτσι, λόγω της ελλιπούς θετικής επίδρασης στην υγεία, ο «American Heart Association» προτείνει την αποφυγή χρήσης του, ενώ άλλοι συστήνουν την χρήση του πιο σπάνια, εάν θέλουμε να φτιάξουμε ένα εξωτικό πιάτο, όπως Ταϋλανδέζικο!
Βέβαια, για τη μείωση του κινδύνου εμφάνισης καρδιαγγειακών νοσημάτων δεν αρκεί μόνο η μείωση κατανάλωσης κορεσμένων λιπαρών, αλλά χρειάζεται προσκόλληση σε μια υγιεινή διατροφή, όπως η Μεσογειακή Διατροφή, και τακτική άσκηση.
Άλλος ένας λόγος για τον οποίο το λάδι καρύδας έγινε γνωστό, είναι το γεγονός ότι η έρευνα έχει δείξει ότι τα τριγλυκερίδια μέσης αλυσίδας (MCT) μπορούν να αυξήσουν το μεταβολισμό περισσότερο από τριγλυκερίδια μακράς αλυσίδας. Το λάδι καρύδας περιέχει τέτοιου είδους τριγλυκερίδια, και σε μεγαλύτερη πυκνότητα απ’ ό,τι άλλα έλαια, επομένως θεωρήθηκε ότι το έλαιο καρύδας θα βοηθά στη μείωση του βάρους. Όμως, η έρευνα έγινε με 100% MCT έλαια που σχεδιάστηκαν για τη μελέτη, ενώ το λάδι καρύδας περιέχει μόνο 13-15% MCT. Άρα, το όποιο όφελος θα είχε για το μεταβολισμό κατά πάσα πιθανότητα θα ήταν πολύ - πολύ μικρό, αν όχι ανύπαρκτο!
Επομένως, μπορούμε να βάλουμε λάδι καρύδας πάνω στο σώμα μας, αλλά όχι μέσα στο σώμα μας, όπως τόνισε ο Frank Sacks, συγγραφέας ενός επιστημονικού άρθρου για το συγκεκριμένο λάδι.
Στην Ελλάδα, είμαστε πολύ τυχεροί καθώς μπορούμε να έχουμε σε χαμηλή τιμή εξαιρετικά παρθένο ελαιόλαδο, του οποίου τα οφέλη για την υγεία είναι επιστημονικώς τεκμηριωμένα, όπως είναι και τα οφέλη της προσκόλλησης στη Μεσογειακή Διατροφή!
Υδατάνθρακες: Μας παχαίνουν;
Τα τρόφιμα-πηγές υδατανθράκων εδώ και δεκαετίες έχουν δαιμονοποιηθεί από τη «βιομηχανία της δίαιτας». Συνεχώς ακούμε ότι δεν θα πρέπει να συνδυάζουμε υδατάνθρακες και πρωτεΐνες στα γεύματά μας, ότι το ψωμί και τα μακαρόνια παχαίνουν και άλλους σχετικούς ισχυρισμούς. Παράλληλα, αρκετές ανορθόδοξες, μη επιστημονικά τεκμηριωμένες δίαιτες απώλειας βάρους όπως η κετογονική, η Άτκινς, η Dukan, η Paleo και άλλες είναι πολύ χαμηλές σε υδατάνθρακες, και εκεί φαινομενικά στηρίζουν το αποτέλεσμά τους.
Στην πραγματικότητα, όμως, οι υδατάνθρακες μας παχαίνουν; Μας κάνουν τόσο κακό;
Όπως έχω αναφέρει και σε προηγούμενα κείμενα, ο μόνος παράγοντας από τον οποίο εξαρτάται η απώλεια βάρους είναι το ενεργειακό έλλειμμα. Δηλαδή, για την απώλεια βάρους αρκεί να τρώμε λιγότερες θερμίδες από αυτές που χρειαζόμαστε, ανεξαρτήτως σύστασης της διατροφής μας. Αντιστρόφως, για την πρόσληψη βάρους αρκεί να τρώμε περισσότερες θερμίδες από αυτές που χρειαζόμαστε. Συνεπώς, πρωτεύουσα σημασία για την απώλεια και πρόσληψη βάρους έχουν οι θερμίδες.
Όμως, δεν τρώμε μόνο ενέργεια, δηλαδή τα μακροθρεπτικά συστατικά λιπαρά, υδατάνθρακες και πρωτεΐνες, αλλά χρειαζόμαστε και τα μικροθρεπτικά συστατικά, δηλαδή τις βιταμίνες, τα μέταλλα και τα ιχνοστοιχεία. Επομένως, η διατροφή μας θα πρέπει να είναι πλήρης, και με ποικιλία τροφίμων και ομάδων τροφίμων, έτσι ώστε να λαμβάνουμε όλα τα θρεπτικά συστατικά που χρειάζεται το σώμα μας για τη βέλτιστη λειτουργία του. Οι πηγές αμύλου/υδατανθράκων (φρούτα, λαχανικά, γάλα και γιαούρτι, όσπρια, ψωμί, ρύζι, πατάτα, παξιμάδι, ζυμαρικά κ.α.) είναι πηγές φυτικών ινών και πληθώρας μικροθρεπτικών συστατικών, με τα φρούτα, τα λαχανικά, και τα όσπρια να είναι τρόφιμα αρκετά χορταστικά και θρεπτικά! Άρα, γιατί να τα βγάλουμε από τη διατροφή μας; Φυσικά, η υπερκατανάλωση ελευθέρων σακχάρων (γλυκά, αναψυκτικά, επιδόρπια, σιρόπια κ.α.) έχει αρνητική επίδραση στην υγεία, και θα πρέπει να περιορίζεται στο 5% των ημερήσιων θερμίδων που λαμβάνουμε.
Αναφορικά με την πρόσληψη βάρους, μια νέα μελέτη σε επίμυες έδειξε ότι υπό αυστηρά ελεγχόμενες συνθήκες και διατροφή, οι επίμυες αύξησαν το σωματικό λίπος τους μόνο όταν ακολουθούσαν διατροφή υψηλή σε λίπος, ενώ παρατηρήθηκαν αλλαγές στην εγκεφαλική δραστηριότητα, που σχετίζονται με την απόλαυση, τις λιγούρες και την εξάρτηση, με δράσεις όπως της ντοπαμίνης και της σεροτονίνης. Βέβαια, τα αποτελέσματα αυτά δεν μπορούν να μεταφραστούν στον άνθρωπο για διάφορους λόγους, συμπεριλαμβανομένων της διαφορετικής διατροφής, του γενετικού προφίλ, και λόγω του ότι η έρευνα δεν μεταφράζεται άμεσα από τα ζώα στον άνθρωπο. Αυτό όμως που μας δείχνει η έρευνα αυτή είναι ότι η αυξημένη κατανάλωση υδατανθράκων δεν επέφερε αύξηση του λιπώδους ιστού, όπως θα αναμενόταν από υποστηρικτές των διαιτών χαμηλών σε υδατάνθρακες.
Στον άνθρωπο, μια πολύ καλά σχεδιασμένη μελέτη είχε δείξει ότι είτε ακολουθούμε πρόγραμμα υποθερμιδικής διατροφής στα πρότυπα της κετογονικής δίαιτας, η οποία είναι πολύ χαμηλή σε υδατάνθρακες, είτε την τυπική Αμερικάνικη δίαιτα, χάνουμε την ίδια ποσότητα λίπους!
Μάλιστα, λαμβάνοντας υπόψιν μια πρόσφατη μελέτη σχετικά με τους υδατάνθρακες βλέπουμε ότι η μέτρια-φυσιολογική πρόσληψη υδατανθράκων, όχι μόνο είναι απαραίτητη για το σώμα μας, αλλά σχετίζεται και με τη μακροζωία. Συγκεκριμένα, μια πρόσφατη μελέτη έδειξε ότι άτομα που ακολουθούν διατροφή με μέτρια κατανάλωση υδατανθράκων (50-55% των ημερήσιων θερμίδων) εμφανίζουν χαμηλότερο κίνδυνο θνησιμότητας, σε σχέση με εκείνους που καταναλώνουν πολλούς (>70%) ή λίγους (<40%) υδατάνθρακες.
Συνοψίζοντας, για την απώλεια βάρους σημασία έχει η ενέργεια, δηλαδή οι θερμίδες που προσλαμβάνουμε. Κανένα τρόφιμο, από μόνο του δεν επιφέρει αύξηση στο σωματικό βάρος/λίπος, συμπεριλαμβανομένων των πηγών αμύλου. Παράλληλα, τα πρόσφατα κλινικά δεδομένα δείχνουν ότι είναι ευεργετική η μέτρια κατανάλωση υδατανθράκων, δηλαδή όταν περίπου οι μισές θερμίδες που λαμβάνουμε την ημέρα προέρχονται από υδατάνθρακες! Άλλωστε, και η Μεσογειακή Διατροφή, το πιο καλά μελετημένο πρότυπο διατροφής, το οποίο συστήνεται για την πρόληψη και αντιμετώπιση πληθώρας ασθενειών έχει στη βάση του τις πηγές αμύλου ολικής άλεσης.
Βιβλιογραφία
Dietary Fat, but Not Protein or Carbohydrate, Regulates Energy Intake and Causes Adiposity in Mice.
Dietary carbohydrate intake and mortality: a prospective cohort study and meta-analysis.
Ψύλλιο και Υγεία: Πέρα από τα όρια της δυσκοιλιότητας
Το ψύλλιο (psyllium) είναι ένα είδος φυτικών ινών, αραβοξυλάνης, από το πίτουρο των σπόρων του φυτού Plantago ovata ή ispaghula. Είναι γνωστό για την καθαρτική του δράση, ενώ παράλληλα, φαίνεται να έχει πληθώρα θετικών επιδράσεων στην υγεία, και πέρα από το γαστρεντερικό και τη δυσκοιλιότητα!
Το ψύλλιο έχει τη δυνατότητα να κατακρατά νερό, παίρνοντας μορφή γέλης, και έτσι να αυξάνει τον όγκο και τη μαλακότητα των κοπράνων. Επίσης, έχει πρεβιοτική δράση, γεγονός που σημαίνει οτι αποτελεί τροφή για “καλά” βακτήρια του εντέρου. Οι θετικές αλλαγές στη μικροχλωρίδα του εντέρου δεν επηρεάζουν μόνο την εντερική υγεία, αλλά και το ανοσοποιητικό και την ψυχική υγεία και την μεταβολική υγεία!
Ψύλλιο και γαστρεντερική υγεία
Αναλυτικότερα, μια πρόσφατη μελέτη έδειξε οτι η χρήση του 21 γραμμαρίων psyllium οδήγησε σε θετικές επιδράσεις στην εντερική μικροχλωρίδα και ειδικά στα άτομα με δυσκοιλιότητα ή δυσκοιλιότητα λόγω Συνδρόμου Ευερέθιστου Εντέρου. Μάλιστα, η δόση που συστήνεται για άτομα με Σύνδρομο Ευερέθιστου Εντέρου είναι τα 20 γραμμάρια ψυλλίου ημερησίως, και συστήνεται και για την αντιμετώπιση της δυσκοιλιότητας, αλλά και της διάρροιας, λόγω του συνδρόμου.
Ψύλλιο και μεταβολική υγεία
Αναφορικά με την επίδραση του ψυλλίου πέρα από τη δυσκοιλιότητα, φαίνεται να βοηθά και στον γλυκαιμικό έλεγχο (έλεγχο γλυκόζης αίματος), στην βελτίωση των επιπέδων της χοληστερόλης, καθώς και στο σωματικό βάρος σε άτομα με διαβήτη τύπου 2. Ακόμη, άτομα με προ-διαβήτη ενδέχεται να δουν μικρή βελτίωση στα επίπεδα γλυκόζης, μετά από χρήση ψυλλίου. Ακόμη και 5 γραμμάρια ημερησίως φαίνεται να αρκούν για να δει ένας ασθενής με διαβήτη βελτίωση στον γλυκαιμικό έλεγχο. 7 γραμμάρια ημερησίως μπορούν να μειώσουν τον κίνδυνο για καδιαγγειακή νόσο ως μέρος μιας διατροφής χαμηλή σε κορεσμένα λιπαρά και χοληστερόλη.
Επίσης, η προσθήκη του ψυλλίου στη διατροφή (36 γρ/ημέρα χωρισμένα σε 3 δόσεις), και δη σε ένα υγιεινό πρότυπο διατροφής βρέθηκε σε μελέτες οτι οδηγεί σε θετικά αποτελέσματα σε πολλούς παράγοντες της μεταβολικής υγείας, όπως στη χοληστερόλη, τα τριγλυκερίδια και την ινσουλίνη, αλλά και στο σωματικό βάρος και λίπος.
Είναι προτιμότερο να ξεκινήστε με μικρές δόσεις psyllium και να αυξάνετε σταδιακά, από 1/2 κουταλιά σούπας (3 γρ) σε 3 κουταλιές της σούπας ημερησίως. Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δώσει κανείς στην επαρκέστατη πρόσληψη υγρών με το ψύλλιο, περί το 1 ποτήρι υγρών ανά 5 γραμμάρια ψυλλίου, για την σωστή δράση του, καθώς σε αντίθετη περίπτωση θα εντείνει το πρόβλημα της δυσκοιλιότητας.
Τέλος, το ψύλλιο χρησιμοποιείτε σε συνταγές χωρίς γλουτένη, για να βελτιώσει τα οργανοληπτικά χαρακτηριστικά της ζύμης.
Σε περίπτωση αλλεργικής αντίδρασης, μετεωρισμού, στομαχικού άλγους επικοινωνήστε με τον ιατρό σας.
Μην χρησιμοποιείστε το ψύλλιο σε περίπτωση που πάσχετε από Ιδιοπαθή Φλεγμονώδη Νόσο Εντέεου, εντερική απόφραξη, νεφρική νόσο.
Πώς θα χρησιμοποιήσουμε το ψύλλιο στη διατροφή μας;
- Σκέτο ως συμπλήρωμα με υγρά πχ. νερό ή χυμό
- Στο χυλό βρώμης και σε μπάρες
- Σε γλυκίσματα
- Σε smoothies
- Σε ψωμί και κρακερ
- Σε μπισκότα (έχει χρησιμοποιηθεί έτσι σε μελέτες!)
- Στο γιαούρτι
- To ψύλλιο μπορεί να αντικαταστήσει το αυγό σε συνταγές με την παρακάτω αναλογία: ανακατεύοντας 1 κουταλάκι του γλυκού ψύλλιο σε 3 κουταλιές σούπας νερό και αφήνοντας το μίγμα γα 10-15 λεπτά να δέσει
Δοσολογία
Ηλικία |
Δοσολογία |
Ενήλικες με δυσκοιλιότητα ή Σύνδρομο Ευερέθιστου Εντέρου |
1-2 κουταλιές του γλυκού, 1 με 3 φορές ημερησίως |
Παιδιά κάτω των 12 ετών |
1,25-15 γραμμάρια ημερησίως χωρισμένο μέσα στη μέρα |
Παιδιά άνω των 12 ετών και Ενήλικες |
2.5 με 30 γραμμάρια ημερησίως χωρισμένο μέσα στη μέρα |
Πηγές:
- Jalanka J, Major G, Murray K, Singh G, Nowak A, Kurtz C, Silos-Santiago I, Johnston JM, de Vos WM, Spiller R. The Effect of Psyllium Husk on Intestinal Microbiota in Constipated Patients and Healthy Controls. Int J Mol Sci. 2019 Jan 20;20(2):433. doi: 10.3390/ijms20020433. PMID: 30669509; PMCID: PMC6358997.
- Kumar A, Kumar N, Vij JC, Sarin SK, Anand BS. Optimum dosage of ispaghula husk in patients with irritable bowel syndrome: correlation of symptom relief with whole gut transit time and stool weight. Gut. 1987;28(2):150-155. doi:10.1136/gut.28.2.150
- Soltanian N, Janghorbani M. Effect of flaxseed or psyllium vs. placebo on management of constipation, weight, glycemia, and lipids: A randomized trial in constipated patients with type 2 diabetes. Clin Nutr ESPEN. 2019 Feb;29:41-48. doi: 10.1016/j.clnesp.2018.11.002. Epub 2018 Nov 17. PMID: 30661699.
- Abutair AS, Naser IA, Hamed AT. Soluble fibers from psyllium improve glycemic response and body weight among diabetes type 2 patients (randomized control trial). Nutr J. 2016 Oct 12;15(1):86. doi: 10.1186/s12937-016-0207-4. PMID: 27733151; PMCID: PMC5062871.
- Gibb RD, McRorie JW Jr, Russell DA, Hasselblad V, D'Alessio DA. Psyllium fiber improves glycemic control proportional to loss of glycemic control: a meta-analysis of data in euglycemic subjects, patients at risk of type 2 diabetes mellitus, and patients being treated for type 2 diabetes mellitus. Am J Clin Nutr. 2015 Dec;102(6):1604-14. doi: 10.3945/ajcn.115.106989. Epub 2015 Nov 11. PMID: 26561625.
- Ziai SA, Larijani B, Akhoondzadeh S, Fakhrzadeh H, Dastpak A, Bandarian F, Rezai A, Badi HN, Emami T. Psyllium decreased serum glucose and glycosylated hemoglobin significantly in diabetic outpatients. J Ethnopharmacol. 2005 Nov 14;102(2):202-7. doi: 10.1016/j.jep.2005.06.042. Epub 2005 Sep 8. PMID: 16154305.
- Pal S, Khossousi A, Binns C, Dhaliwal S, Ellis V. The effect of a fibre supplement compared to a healthy diet on body composition, lipids, glucose, insulin and other metabolic syndrome risk factors in overweight and obese individuals. Br J Nutr. 2011 Jan;105(1):90-100. doi: 10.1017/S0007114510003132. Epub 2010 Aug 23. PMID: 20727237.