Διατροφή και Σακχαρώδης Διαβήτης Τύπου ΙΙ
O σακχαρώδης διαβήτης είναι μια μεταβολική ασθένεια, ποικίλης αιτιολογίας που χαρακτηρίζεται από υπεργλυκαιμία και διαταραχές στο μεταβολισμό των θρεπτικών συστατικών, εξαιτίας διαταραγμένης παραγωγής ινσουλίνης ή δράσης της ή συνδυασμού τους.
Ο διαβήτης τύπου ΙΙ ή μη ινσουλινοεξαρτώμενος διαβήτης χαρακτηρίζεται από διαταραγμένη έκκριση και δράση ινσουλίνης, είναι συχνότερος σε άτομα που είναι παχύσαρκα ή έχουν αυξημένο ενδοκοιλιακό λίπος, ενώ υπάρχει ισχυρή γενετική προδιάθεση, εκτός της επίδρασης του περιβάλλοντος (παχυσαρκία, καθιστική ζωή, μη ισορροπημένη διατροφή).
Οι επιπτώσεις του διαβήτη στην υγεία επεκτείνονται στα αγγεία προκαλώντας ασθένειες όπως καρδιαγγειακά, νευροπάθειες και νεφροπάθειες, μειώνοντας έτσι την ποιότητα ζωής των ασθενών. Η διατήρηση των επιπέδων σακχάρου εντός φυσιολογικών ορίων είναι το κλειδί για την βελτίωση της πορείας της ασθένειας.
Η θεραπεία στον διαβήτη τύπου ΙΙ αποτελείται από αλλαγές στη διατροφή, αντιδιαβητικά φάρμακα και ενδεχομένως ινσουλίνη σε προχωρημένο στάδιο της ασθένειας.
Η διατροφή και η άσκηση παίζουν σημαντικό ρόλο στη θεραπεία. Μάλιστα, πολλές φορές η διατροφική παρέμβαση μπορεί να είναι η μόνη θεραπεία που χρειάζεται, ενώ γενικά βοηθάει στον γλυκαιμικό έλεγχο με μικρότερη δόση αντιδιαβητικών φαρμάκων ή/και ινσουλίνης.
Η διαχείριση του υπερβάλλοντος σωματικού βάρους είναι σημαντική στον γλυκαιμικό έλεγχο, ενώ παράλληλα μειώνει την αντίσταση στην ινσουλίνη.
Η τακτική αερόβια άσκηση εκτός από την ευεργετική δράση στα επίπεδα γλυκόζης, μειώνει τον κίνδυνο καρδιαγγειακών ασθενειών.
Συγκεκριμένες οδηγίες για τη σύσταση της διατροφής δεν υπάρχουν, αλλά ο Βρετανικός οργανισμός Diabetes UK προτείνει την καταμέτρηση υδατανθράκων (εκπαίδευση για την καταμέτρηση γίνεται από διαιτολόγους και ενδοκρινολόγους), κατανάλωση τροφών με χαμηλό γλυκαιμικό δείκτη (όπως όσπρια, πολύσπορο ψωμί, λαχανικά, κάποια φρούτα), και πολλές φυτικές ίνες.
Η ζάχαρη μπορεί να αντικατασταθεί με γλυκαντικές ουσίες, όμως νέα έρευνα συνδέει την κατανάλωση γλυκαντικών ουσιών με αντίσταση στη γλυκόζη.
Λόγω του αυξημένου κινδύνου καρδιαγγειακών παθήσεων προσοχή πρέπει να δοθεί στην κατανάλωση λίπους.
Η πρόσληψη κορεσμένου λίπους και τρανς λιπαρών (παραδείγματα πηγών: βούτυρο, σφολιατοειδή, μπισκότα) πρέπει να ελαχιστοποιηθεί, με αντικατάστασή τους από ακόρεστο λίπος, κυρίως μονοακόρεστα λιπαρά, τα οποία βρίσκονται σε πληθώρα στο ελαιόλαδο.
Επιπλέον, η κατανάλωση προϊόντων με στανόλες και στερόλες βοηθούν στα επίπεδα χοληστερόλης, ενώ συνιστάται η κατανάλωση λιπαρών ψαριών, πλούσια σε ω-3 λιπαρά, όπως ο σολομός και ο τόνος τουλάχιστον 2 φορές την εβδομάδα.
Η τήρηση της Μεσογειακής διατροφής και η χαμηλή κατανάλωση αλατιού έχουν ευεργετικά αποτελέσματα στην αρτηριακή πίεση και τη χοληστερόλη. Τέλος, το αλκοόλ πρέπει να καταναλώνεται με μέτρο, όχι πάνω από ένα ποτό για γυναίκες και δύο για τους άνδρες.
Εν κατακλείδι ένα υγιές πρότυπο διατροφής με άσκηση μπορεί να συμβάλει στην βελτίωση, ακόμα και την θεραπεία του διαβήτη τύπου ΙΙ. Φυσικά, η καλύτερη θεραπεία είναι η πρόληψη.
Η τακτική αερόβια άσκηση, η διατήρηση υγιούς σωματικού βάρους και υγιεινή διατροφή παίζουν σημαντικό ρόλο στην μείωση του κινδύνου ανάπτυξης διαβήτη τύπου ΙΙ.
4 Φεβρουαρίου 2018: Παγκόσμια Ημέρα κατά του Καρκίνου
Σήμερα είναι Παγκόσμια Ημέρα κατά του Καρκίνου.
Πώς θα μειώσουμε τον κίνδυνο να νοσήσουμε σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας;
1. Δεν καπνίζουμε, και δεν καπνίζουμε μέσα στο σπίτι
2. Αποφεύγουμε την υπερβολική έκθεση στον ήλιο και φοράμε αντηλιακό
3. Ακολουθούμε μια υγιεινή διατροφή
4. Μειώνουμε την περιβαλλοντική μόλυνση
5. Ασκούμαστε
6. Ο θηλασμός μειώνει τον κίνδυνο νόσου της μητέρας
7. Περιορίζουμε την κατανάλωση αλκοόλ
8. Εμβολιαζόμαστε κατά της Ηπατίτιδας Β και του ιού HPV
9. Παίρνουμε μέρος σε οργανωμένα προγράμματα εξέτασης και διάγνωσης καρκίνου
Διαβάστε τα άρθρα μου πάνω στον καρκίνο:
Η διατροφή στην πρόληψη του καρκίνου
Βελτίωση του τρόπου ζωής για την πρόληψη του καρκίνου
Καρκίνος του μαστού: πώς θα προστατευτούμε μέσω της διατροφής;
Ζωική vs Φυτική Πρωτεϊνη: Ποιά μας χορταίνει περισσότερο;
Η πρωτεΐνη είναι το μακροθρεπτικό συστατικό που μας χορταίνει περισσότερο. Χορταίνουμε όμως περισσότερο με φυτικές ή ζωικές πρωτεΐνες; Στο ερώτημα αυτό έχουν προσπαθήσει να απαντήσουν ορισμένοι ερευνητές.
Μια μελέτη που [1] ερεύνησε σε 35 υγιείς άνδρες πώς ένα γεύμα-πηγή φυτικής πρωτεΐνης επηρεάζει την ενεργειακή πρόσληψη και τομείς της όρεξης (πείνα, κορεσμός, αίσθηση πληρότητας, μετέπειτα κατανάλωση τροφής) σε σύγκριση με ένα γεύμα που περιέχει τις ίδιες θερμίδες, μακροθρεπτικά συστατικά και φυτικές ίνες, αλλά προέρχεται από ζωική πηγή πρωτεϊνης. Τόσο η ενεργειακή πρόσληψη όσο και οι τομείς της όρεξης δεν επηρεάστηκαν από τα διαφορετικά γεύματα! Δηλαδή, δεν είχε σημασία αν η πρωτεΐνη προέρχεται από φυτική ή ζωική πηγή!
Μια παρόμοια μελέτη [2] σύγκρινε την επίδραση στην όρεξη ενός γεύματος από μοσχάρι και ενός γεύματος με τις ίδιες θερμίδες, ίδια μακροθρεπτικά συστατικά & φυτικές ίνες, αλλά με πρωτεΐνη από σόγια. Οι συμμετέχοντες στη μελέτη αυτή ήταν 21 γυναίκες και άντρες με φυσιολογικό βάρος. Δεν υπήρξαν διαφορές στην πείνα, τον κορεσμό, και σε ορμονικούς παράγοντες που διέπουν την όρεξη μετά από πρόσληψη ίσης ποσότητας πρωτεϊνης από φυτική ή ζωική πηγή, όταν τα υπόλοιπα μακροθρεπτικά συστατικά παρέμειναν σταθερά!
Είστε vegan ή vegeterian και θέλετε να βεβαιωθείτε ότι ακολουθείτε μια πλήρη διατροφή; Κλείστε το ραντεβού σας εδώ!
Μια άλλη μελέτη [3], όμως, έδειξε διαφορετικά αποτελέσματα σε 43 άνδρες με φυσιολογικό βάρος. Τα γεύματα που μελετήθηκαν απέδιδαν τις ίδιες θερμίδες, και λίπος, και είχαν είτε Α. υψηλό ποσοστό πρωτεΐνης (από χοιρινό ή μοσχάρι) και λίγες φυτικές ίνες, είτε Β. υψηλό ποσοστό φυτικής πρωτεϊνης & αρκετές φυτικές ίνες, είτε Γ. χαμηλό ποσοστό πρωτεΐνης & μέτριες φυτικές ίνες. Το γεύμα που περιείχε υψηλό ποσοστό φυτικής πρωτεϊνης & αρκετές φυτικές ίνες (Β) οδήγησε σε μεγαλύτερο κορεσμό, λιγότερη πείνα και όρεξη, και χαμηλότερη μετέπειτα πρόσληψη τροφής σε σχέση με το γεύμα της ζωικής πρωτεΐνης (Α) και το γεύμα χαμηλής πρωτεΐνης φυτικής προέλευσης (Γ). Ιδιαιτερα εντυπωσιακό ήταν το εύρημα ότι το γεύμα φυτικής προέλευσης με χαμηλό ποσοστό πρωτεϊνης (Γ) ήταν τόσο χορταστικό όσο και το γεύμα ζωικής πρωτεΐνης με υψηλό ποσοστό πρωτεΐνης! Παρόμοια ήταν τα αποτελέσματα του άλλου σκέλους της προαναφερθείσας μελέτης [2] η οποία έδειξε οτι ένα γεύμα με μοσχάρι που απέδιδε 24 γ πρωτεϊνης και 1γ φυτικών ινών είχε την ίδια επίδραση στους τομείς της όρεξης με ένα γεύμα σόγιας που απέδιδε 14 γ πρωτεϊνης και 5γ φυτικών ινών.
Τα δεδομένα των παραπάνω μελετών συνεπώς μας δείχνουν ότι η πηγή της πρωτεϊνης σε ένα γεύμα δεν παίζει ρόλο στους τομείς της πείνας, όταν τα υπόλοιπα μακροθρεπτικά συστατικά είναι τα ίδια, όμως η επίδραση των φυτικών ινών φαίνεται να είναι ιδιαίτερα σημαντική στον κορεσμό, όταν συγκρίνουμε γεύματα υψηλότερης και χαμηλότερης περιεκτικότητας σε πρωτεΐνη!
Φυσικά, θα πρέπει να επισημανθεί οτι η όρεξη μας επηρεάζεται από πολλούς παράγοντες, ενώ οι παράπανω μελέτες δεν μεταφράζονται αυτόματα στην καθημερινότητα, καθώς διεξάγονται υπό ελεγχόμενες συνθήκες.
1. Protein from Meat or Vegetable Sources in Meals Matched for Fiber Content has Similar Effects on Subjective Appetite Sensations and Energy Intake—A Randomized Acute Cross-Over Meal Test Study
2. Consuming Beef vs. Soy Protein Has Little Effect on Appetite, Satiety, and Food Intake in Healthy Adults.
3. Meals based on vegetable protein sources (beans and peas) are more satiating than meals based on animal protein sources (veal and pork) – a randomized cross-over meal test study
Ζάχαρη ή γλυκαντικό; Τι να προτιμήσω;
Η υπερκατανάλωση των ελευθέρων σακχάρων (κρυσταλλική ζάχαρη, μέλι, φρουκτόζη, σιρόπια, χυμοί κ.α.) είναι καταγεγραμμένη σε πληθώρα μελετών, όπως είναι και οι αρνητικές επιδράσεις τους στην υγεία, καθώς σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο για μη-μεταδιδόμενες χρόνιες νόσους, όπως ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου ΙΙ, τα καρδιαγγειακά νοσήματα, και η τερηδόνα.
Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας συστήνει η κατανάλωση ελευθέρων σακχάρων να μην ξεπερνά το 5% της ημερήσιας ενεργειακής πρόσληψης, δηλαδή περί τα 6-8 κουταλάκια του γλυκού ζάχαρη την ημέρα. Παγκοσμίως, η κατανάλωση ελευθέρων σακχάρων ποικίλει, από το 7-8% στην Ουγγαρία και τη Νορβηγία, έως το 25% στην Πορτογαλία, ενώ ποσοστιαία τα παιδιά καταναλώνουν περισσότερη ζάχαρη, σε σχέση με τους ενήλικες στην Ευρώπη, σύμφωνα με μελέτη που δημοσιεύτηκε το 2017!
Τα σάκχαρα δεν είναι μόνο η λευκή κρυσταλλική ζάχαρη, αλλά και η μαύρη/καστανή ζάχαρη, ακατέργαστη ζάχαρη, τα σιρόπια, οι χυμοί, η φρουκτόζη, και όλα τα σάκχαρα που προστίθενται στα τρόφιμα κατά την επεξεργασία τους, ακόμη σε τρόφιμα που δεν έχουν κατεξοχήν γλυκιά γεύση! Επίσης, ενώ το μέλι φημίζεται για τις αντιβακτηριακές του δράσεις, δεν σημαίνει ότι μπορούμε να το χρησιμοποιούμε χωρίς μέτρο, ενώ ανήκει στα ελεύθερα σάκχαρα/ζάχαρη, επομένως, θα πρέπει να χρησιμοποιείται με φειδώ, όπως όλα τα υπόλοιπα σάκχαρα! Επιπροσθέτως, πολλές φορές βλέπουμε προϊόντα με «ακατέργαστα σάκχαρα» ή «unrefined sugar», ή «φυσικά υποκατάστατα ζάχαρης» όπως το σιρόπι αγαύης, το σιρόπι σφενδάμου, το μέλι, η ζάχαρη καρύδας κ.α. Όλα αυτά τα «υποκατάστατα» δεν είναι υποκατάστατα, αλλά ανήκουν στα ελεύθερα σάκχαρα, ενώ τα θρεπτικά συστατικά που διαφημίζεται ότι περιέχουν είναι ίχνη, και δεν παρέχουν κανένα επιπρόσθετο όφελος στην υγεία μας, σε σχέση με την κρυσταλλική ζάχαρη.
Η αντικατάσταση των σακχάρων με μη θερμιδικά γλυκαντικά είναι ένας τρόπος μείωσης της πρόσληψης ελευθέρων σακχάρων, καθώς παρέχουν τη γλυκιά γεύση, χωρίς να είναι ελεύθερα σάκχαρα, και χωρίς να έχουν θερμίδες. Πολλοί αναρωτιούνται εάν τα γλυκαντικά αυτά είναι ασφαλή, και αν θα βοηθήσουν στην προσπάθεια για απώλεια βάρους.
Τα τεχνητά (πχ. ασπαρτάμη) και τα φυσικά (πχ. στέβια) γλυκαντικά, όπως όλα τα πρόσθετα τροφίμων περνούν από ενδελεχείς ελέγχους και κλινικές μελέτες, έτσι ώστε να εξασφαλιστεί η ασφάλεια κατανάλωσής τους από το κοινό, όπως και η χρησιμότητά τους, επομένως, τα γλυκαντικά είναι ασφαλή προς κατανάλωση! Αν και υπάρχει όριο για την αποδεκτή ημερήσια πρόσληψη (ADI) γλυκαντικών, η κατανάλωση των γλυκαντικών είναι πολύ μικρότερη του ADI.
Μελέτες δείχνουν συσχέτιση μεταξύ αυξημένου κινδύνου διαβήτη τύπου ΙΙ και αυξημένης κατανάλωσης αναψυκτικών χωρίς ζάχαρη, εύρημα που χρειάζεται επιπλέον διερεύνηση. Επιπλέον, πιο πρόσφατες μελέτες διερευνούν την επίδραση των μη θερμιδικών γλυκαντικών στο μικροβίωμα του εντέρου με αμφιλεγόμενα αποτελέσματα, ενώ διερευνάται και η μεταβολική απόκριση του οργανισμού στα γλυκαντικά.
Αναφορικά με την υποβοήθηση στην απώλεια βάρους, εάν τα γλυκαντικά αντικαταστήσουν τη ζάχαρη, με αποτέλεσμα αρνητικό ισοζύγιο ενέργειας, τότε ναι η αντικατάσταση αυτή θα οδηγήσει σε απώλεια βάρους. Από την άλλη, υπάρχει μια θεωρία που αναφέρεται στο ότι τα γλυκαντικά δεν βοηθούν την απώλεια βάρους, καθώς αυξάνεται η όρεξη, μέσω της γλυκιάς γεύσης των γλυκαντικών, υπό έλλειψη υδατανθράκων. Φυσικά, αν υπάρχει αρνητικό ισοζύγιο ενέργειας, τότε υπάρχει και απώλεια βάρους.
Εν κατακλείδι, θα λέγαμε ότι η μείωση της πρόσληψης ελευθέρων σακχάρων είναι απαραίτητη, καθώς ο μέσος άνθρωπος καταναλώνει περισσότερα ελεύθερα σάκχαρα από αυτά που συστήνονται, με αποτέλεσμα να υπάρχει αρνητική επίδραση στην υγεία του. Η αντικατάσταση μέρους των σακχάρων με γλυκαντικά είναι ένας τρόπος για τη μείωση της κατανάλωσής τους, αρκεί να θυμόμαστε ότι εξίσου σημαντικό είναι να ακολουθούμε μια συνολικά υγιεινή διατροφή, όπου κανένα τρόφιμο δεν απαγορεύεται, ενώ η ζάχαρη δεν είναι εχθρός, αλλά η χρόνια υπερκατανάλωσή της μπορεί να επιφέρει προβλήματα υγείας.
Βιβλιογραφία:
Sugars intake for adults and children http://www.who.int/nutrition/publications/guidelines/sugars_intake/en/
A review of total & added sugar intakes and dietary sources in Europe https://www.ncbi.nlm.nih.gov/pmc/articles/PMC5251321/
Sugars and Sweeteners https://ec.europa.eu/jrc/en/health-knowledge-gateway/promotion-preventio...
OPINION of the French Agency for Food, Environmental and Occupational Health & Safety on the assessment of the nutritional benefits and risks related to intense sweeteners https://www.anses.fr/en/system/files/NUT2011sa0161RaEN.pdf