Εύκολο banana bread με 3 μπανάνες και λίγα υλικά
Μια εύκολη συνταγή με 3 μπανάνες και λίγα υλικά, η οποία γίνεται σε ένα μπολ!
Τι θα χρειαστείτε:
- 3 ώριμες μπανάνες
- 1 αυγό
- 1 γεμάτη κουταλιά αμυγδαλοβουτυρο
- 1/4 φλ ζάχαρη
- 3 κ. σουπας εξαιρετικά παρθενο ελαιόλαδο
- 3/4 φλ φυτικό ρόφημα αμυγδάλου ή γαλα
- 1 κ σουπας baking powder
- 1 3/4 φλ αλευρι αμυγδάλου (200γρ)
- 1 1/4 φλ αλευρι ολικής άλεσης (200γρ)
- 1 1/2 φλ νιφάδες βρώμης (110γρ)
Εκτέλεση:
1. Προθερμανετε το φουρνο στους 175 βαθμους
2. Σε ένα μεγάλο μπολ πατήστε τις μπανάνες με ένα πιρουνι
3. Προσθέστε το αυγό, το γάλα το αμυγδαλοβουτυρο και το λάδι και ανακατέψτε καλά.
4. Προσθέστε τα άλευρα και τη βρώμη και το baking powder και αναμειξτε καλά.
5. Ψηστε σε μακροστενη θήκη για κέικ για 1 ώρα με 1 ώρα και 15 λεπτά!
Καλη απόλαυση!
Exclusive Breastfeeding for at Least Four Months Is Associated with a Lower Prevalence of Overweight and Obesity in Mothers and Their Children after 2-5 Years from Delivery
https://doi.org/10.3390/nu14173599
Mantzorou M, Papandreou D, Vasios GK, Pavlidou E, Antasouras G, Psara E, Taha Z, Poulios E, Giaginis C. Exclusive Breastfeeding for at Least Four Months Is Associated with a Lower Prevalence of Overweight and Obesity in Mothers and Their Children after 2–5 Years from Delivery. Nutrients. 2022; 14(17):3599.Introduction: Obesity is a current public health concern. Higher body weight is influenced by genetic and environmental parameters, and their interplay and is associated with a greater risk for several chronic diseases. Breastfeeding has been suggested as a preventive measure against obesity, which can further reduce long-term negative health outcomes for both women and children. Aim: The aim of the present study was to evaluate the role of breastfeeding on maternal and childhood overweight and obesity. Materials and Methods: This is a cross-sectional study conducted on 2515 healthy mothers and their children, aged 2–5 years, enrolled from nine different Greek rural and urban regions. Validated, standardized questionnaires were administrated that included anthropometric indices, socio-demographic characteristics of mothers and children, as well as breastfeeding practices. Results: Overall, 68% of participated women exclusively breastfed their children for at least 4 months. Mothers that exclusively breastfed showed a significantly lower prevalence of overweight and obesity after 2–5 years from delivery (p < 0.0001). Children that had exclusively been breastfed showed a significantly lower prevalence of overweight and obesity at the age of 2–5 years (p < 0.0001). Using multivariate regression analysis, exclusive breastfeeding for at least 4 months was associated with a two-fold lower risk for maternal and childhood overweight and obesity after 2–5 years from delivery, independent from maternal age, educational and economic status, and smoking habits (p < 0.0001). Conclusion: Exclusive breastfeeding for at least 4 months had a positive effect on childhood overweight and obesity, also contributing beneficially to post-natal maternal weight control. The beneficial effects of breastfeeding should be communicated to future and new mothers, while supportive actions for all mothers to initiate and continue breastfeeding their offspring should be implemented.
Η παχυσαρκία είναι ένα σημαντικό ζήτημα για τη δημόσια υγεία. Το υψηλότερο σωματικό βάρος επηρεάζεται από γενετικές και περιβαλλοντικές παραμέτρους και την αλληλεπίδρασή τους, και σχετίζεται με μεγαλύτερο κίνδυνο για αρκετές χρόνιες νόοσυς. Ο θηλασμός έχει προταθεί ως προληπτικό μέτρο κατά της παχυσαρκίας, το οποίο μπορεί να μειώσει περαιτέρω τα μακροπρόθεσμες αρνητικές επιδράσεις για την υγεία τόσο για τις γυναίκες όσο και για τα παιδιά.
Σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν η αξιολόγηση του ρόλου του μητρικού θηλασμού στο υπερβάλλον σωματικό βάρος και την παχυσαρκία των μητέρων και των παιδιών τους. Αυτή η συγχρονική μελέτη διεξήχθη σε 2515 υγιείς μητέρες και τα παιδιά τους, ηλικίας 2-5 ετών, που έλαβαν μέρος από εννέα διαφορετικές ελληνικές αγροτικές και αστικές περιοχές. Χρησιμοποιήθηκαν επικυρωμένα, τυποποιημένα ερωτηματολόγια που περιελάμβαναν ανθρωπομετρικούς δείκτες, κοινωνικοδημογραφικά χαρακτηριστικά μητέρων και παιδιών, καθώς και πρακτικές θηλασμού.
Tο 68% των γυναικών που συμμετείχαν θήλασαν αποκλειστικά τα παιδιά τους για τουλάχιστον 4 μήνες. Οι μητέρες που θήλαζαν αποκλειστικά εμφάνισαν σημαντικά χαμηλότερο επιπολασμό υπέρβαρου και παχυσαρκίας μετά από 2-5 χρόνια από τον τοκετό (p < 0,0001). Τα παιδιά που είχαν θηλάσει αποκλειστικά εμφάνισαν σημαντικά χαμηλότερο επιπολασμό υπέρβαρου και παχυσαρκίας στην ηλικία των 2-5 ετών (p < 0,0001). Χρησιμοποιώντας την πολυπαραγοντική ανάλυση παλινδρόμησης, ο αποκλειστικός θηλασμός για τουλάχιστον 4 μήνες συσχετίστηκε με διπλάσιο κίνδυνο για υπέρβαρο και παχυσαρκία στη μητέρα και τα παιδιά μετά από 2-5 χρόνια από τον τοκετό, ανεξάρτητα από την ηλικία της μητέρας, την εκπαιδευτική και οικονομική κατάσταση και τις καπνιστικές συνήθειες (p < 0,0001).
Ο αποκλειστικός θηλασμός για τουλάχιστον 4 μήνες είχε θετική επίδραση στο υπερβάλλον σωματικό βάρος και την παχυσαρκία στην παιδική ηλικία, συμβάλλοντας επίσης ευεργετικά στον έλεγχο του βάρους της μητέρας μετά τον τοκετό. Τα ευεργετικά αποτελέσματα του θηλασμού θα πρέπει να κοινοποιούνται στις μέλλουσες και στις νέες μητέρες, ενώ θα πρέπει να εφαρμόζονται υποστηρικτικές ενέργειες για όλες τις μητέρες ώστε να ξεκινήσουν και να συνεχίσουν να θηλάζουν τα παιδιά τους.
Το άρθρο είναι ελεύθερο προς ανάγνωση στη σελίδα του επιστημονικού περιοδικού εδώ. Τα πνευματικά δικαιώματα ανήκουν στους συγγραφείς.
Η μελέτη αυτή έχει βραβευτεί στο 15ο Πανελλήνιο Συνέδριο Διατροφής & Διαιτολογίας και το 4ο Συνέδριο Κλινικής Διατροφής & Μεταβολισμού που διεξήχθη στην Αθήνα.
Ο αντίκτυπος του body shaming στα παιδιά
Σε προηγούμενο κείμενο αναφέρθηκα στο body shaming, δηλαδή στο στιγματισμό της εικόνας του σώματος. Ο στιγματισμός αυτός δεν έχει αποδέκτες μόνο ενήλικες, αλλά και παιδιά και εφήβους. Ο στιγματισμός του σώματος, μάλιστα, δεν αφορά μόνο μεγαλύτερα παιδιά, αλλά παρατηρείται σε μικρά παιδιά ηλικίας 3 ετών, και δεν προέρχεαι μόνο από άλλα παιδιά, αλλά και από το οικογενειακό περιβάλλον, τους δασκάλους και τους επαγγελματίες υγείας, καθώς φυσικά και τα κοινωνικά δύκτια.
Ποιός ο αντίκτυπος του body shaming στα παιδιά;
Όπως και στους ενήλικες, έτσι και στα παιδιά ο σχολιασμός του σώματος δεν έχει θετική επίδραση στην ψυχική και σωματική υγεία, μειώνοντας την ποιότητα της ζωής τους. Μάλιστα, μια μελέτη [1] έδειξε ότι παιδιά και έφηβοι με πολύ υψηλό δείκτη μάζας σώματος (ΔΜΣ) είχαν χειρότερα επίπεδα ποιότητας ζωής, σε σχέση με παιδιά της ίδιας ηλικίας που είχαν καρκίνο! Μπορεί, λοιπόν, κανείς να φανταστεί πόσο επηρεάζεται η ψυχική υγεία των παιδιών που ακούν σχόλια για το σώμα τους, ακόμη και αν αυτά έχουν “καλό” σκοπό!
Στο σχολικό περιβάλλον, ο εκφοβισμός (bullying) έχει θύματα παιδιά με υψηλότερο ΔΜΣ, και ξεκινά από μικρή ηλικία. Μάλιστα, σε μια μελέτη με εφήβους που απευθύνθηκαν σε ειδικούς για απώλεια βάρους, παρατηρήθηκε ότι το 71% από αυτούς είχε πέσει θύμα εκφοβισμού για το βάρος τους τον τελευταίο χρόνο, ενώ πάνω από το 1/3 των εφήβων ανέφερε ότι ο εκφοβισμός διήρηκησε πάνω από 5 έτη! Ακόμη, η έρευνα δείχνει ότι εκπαιδευτικοί έχουν χαμηλότερες προσδοκίες από παιδιά με υψηλό βάρος, για την κοινωνική ζωή και την ακαδημαϊκή τους πορεία! Το φαινόμενο είναι αρκετά έντονο, ακόμη και από επαγγελματίες υγείας, και έτσι η American Academy of Pediatrics με οδηγίες που έχει δημσιεύσει συστήνει στους επαγγελματίες υγείας να μην έχουν προκαταλήψεις σχετικά με το σωματικό βάρος των παιδιών, αλλά αντιθέτως να λαμβάνουν υπόψιν την σύνθετη αιτιολογία της παχυσαρκίας.
Όπως έχει παρατηρηθεί και σε ενήλικες, ο στιγματισμός για το υπερβάλλον σωματικό βάρος επιδρά στην σωματική υγεία των παιδιών, οδηγώντας τα σε μη υγιεινές συμπεριφορές και αδηφαγικά επισόδεια, που προωθούν την αύξηση του σωματικού βάρους. Μάλιστα, ο σχολιασμός του σώματος σε κορίτσια έχει συσχετιστεί με 64-66% μεγαλύτερη πιθανότητα αύξησης του βάρους. Προοπτικές μελέτες επίσης έχουν αναδείξει συσχετίσεις μεταξύ πειραγμάτων για το βάρος σε μικρή ηλικία και διαταραγμένες διατροφικές συμεπριφορές και αυξημένο σωματικό βάρος όχι μόνο στην εφηβεία, αλλά και στην ενήλικο ζωή!
Ακόμη και όσον αφορά την άθληση, παιδιά που έχουν υποστεί σωματικό στιγματικό έχουν χαμηλότερα επίπεδα φυσικής δραστηριότητας, και μικρότερη αυτοπεποίθηση για να ασκηθούν. Παράλληλα, φαίνεται να αποφεύγουν και τις αθλητικές δραστηριότητες στο σχολείο, καθώς είναι κατά την ώρα της γυμανστικής δέχονται bullying!
Επιπλέον, όσον αφορά την ψυχική υγεία, μέσω του στιγματισμού αυξάνεται η πιθανότητα για κατάθλιψη, άγχος, χαμηλή αυτοεκτίμηση και κακή εικόνα σώματος, καθώς και αυξημένη πιθανότητα για αυτοκτονικές τάσεις. Παιδιά ηλικίας 9-11 ετών πιστεύουν ότι θα έχουν περισσότερους φίλους αν χάσουν βάρος! Η κοινωνική απομόνωση και αρνητική επίδραση στην ακαδημαϊκή εξέλιξη (χαμηλότεροι βαθμοί, μειωμένη παρακολούθηση μαθημάτων λόγω bullying) επίσης έχουν παρατηρηθεί.
Επομένως, ο σχολιασμός του βάρους και του σώματος στα παιδιά έχει αρνητική επίδραση στην ψυχή και το σώμα, με μακροχρόνιες επιπτώσεις. Ας μην ξεχνάμε ότι ακόμη και στην οικογένεια, σχόλια που έχουν “καλό σκοπό” δεν θα βοηθήσουν. Υπάρχουν άλλοι τρόποι που μπορούμε να βοηθήσουμε τα παιδιά με αυξημένο βάρος, όπως με το να τα μάθουμε να αγαπούν και να σέβονται το σώμα τους, και ύστερα να τα ενημερωσουμε για τα οφέλη της υγιεινής διατροφής (όχι των διάφορων διαιτών) και της τακτικής άσκηση (όχι για απώλεια βάρους, αλλά για το πόσο ωραία νιώθουμε όταν ασκούμαστε).
Πηγή: Stigma Experienced by Children and Adolescents With Obesity
Πεινάω ή διψάω;
Θα έχετε ακούσει τη φράση, “δεν πεινάς, διψάς”.
Στην πραγματικότητα, αυτή η φράση έχει τις ρίζες της στην κουλτούρα της δίαιτας, και όχι στην επιστήμη, καθώς η πείνα και η δίψα είναι δύο διακριτά φυσιολογικά φαινόμενα που ελέγχονται από διάφορους μηχανισμούς στον οργανισμό, και έχουν διαφορετικά σημάδια αναγνώρισης.
Η πείνα προκαλείται από έναν συνδυασμό φυσιολογικών, και νευροενδοκρινολογικών παραγόντων. Κύριοι παράγοντες που συμβάλλουν στην πείνα περιλαμβάνουν την κενότητα του στομάχου, την ινσουλίνη και άλλες ορμόνες όπως η γκρελίνη και η λεπτίνη. Οι νευρώνες στον εγκέφαλο, ειδικότερα στο υποθάλαμο, ανταποκρίνονται σε αυτές τις αλλαγές και παράγουν την αίσθηση της πείνας. Πεινάμε ανά τακτικά χρονικά διαστήματα, ανά 3-4 ώρες, και η πείνα αυξάνεται σταδιακά, ενώ ικανοποιείται με το φαγητό.
Από την άλλη πλευρά, η δίψα είναι η αίσθηση που προκαλείται από την αύξηση της οσμωτικότητα του αίματος, την μείωση του όγκου του αίματος ή την απώλεια νερού από τον οργανισμό, και ρυθμίζεται επίσης από τον υποθάλαμο, μέσω νευρολογικών οδών.
Αν και η πείνα και η δίψα είναι αισθήσεις που προκαλούνται από τον οργανισμό ως απάντηση σε βιολογικές ανάγκες, και ρυθμίζονται από τον υποθάλαμο, η πείνα είναι συνήθως συνδεδεμένη με την ανάγκη για ενέργεια και θρεπτικά στοιχεία, ενώ η δίψα είναι συνδεδεμένη με την ανάγκη για νερό, και είμαστε σε θέση να αναγνωρίσουμε τη διαφορά τους!
Δυστυχώς, λόγω της πανταχού παρούσας κουλτούρας της δίαιτας, έχουμε πειστεί ότι δεν είμαστε σε θέση να αναγνωρίσουμε τις ανάγκες του σώματος μας. Και ενώ όντως είναι συχνό φαινόμενο να μην ακούμε την πείνα και τον κορεσμό, ο διαχωρισμός της πείνας και της δίψας είναι αρκετά πιο εύκολος!
Πηγές:
- Augustine V, Lee S, Oka Y. Neural Control and Modulation of Thirst, Sodium Appetite, and Hunger. Cell. 2020 Jan 9;180(1):25-32. doi: 10.1016/j.cell.2019.11.040. PMID: 31923398; PMCID: PMC7406138.
- Crooks B, Stamataki NS, McLaughlin JT. Appetite, the enteroendocrine system, gastrointestinal disease and obesity. Proc Nutr Soc. 2021 Feb;80(1):50-58. doi: 10.1017/S0029665120006965. Epub 2020 May 4. PMID: 32364087.
- Sternson SM, Eiselt AK. Three Pillars for the Neural Control of Appetite. Annu Rev Physiol. 2017 Feb 10;79:401-423. doi: 10.1146/annurev-physiol-021115-104948. Epub 2016 Nov 28. PMID: 27912679.