Διατροφή και Προληψη του Σακχαρώδη Διαβήτη Τύπου ΙΙ
Ο Σακχαρώδης Διαβήτης τύπου ΙΙ (ΣΔΙΙ) είναι μεταβολική νόσος, ποικίλης αιτιολογίας που χαρακτρίζεται από υπεργλυκαιμία και διαταραχές στο μεταβολισμό των υδατανθράκων, εξαιτίας διαταραγμένης παραγωγής ινσουλίνης ή δράσης της ή συνδυασμός τους. Ο ΣΔΙΙ είναι ο πιο κοινός τύπος διαβήτη, και αφορά το 90-95% των διαγνώσεων, ενώ τα τελευταία χρόνια έχουν αυξηθεί οι διαγνώσεις ΣΔΙΙ σε ενήλικες, αλλά και σε εφήβους!
Παράγοντες κινδύνου εμφάνισης της νόσου αποτελούν η γενετική προδιάθεση, η ηλικία, το υψηλό σωματικό βάρος, και ο καθιστικός τρόπος ζωής. Είναι πιο συχνός σε γυναίκες που είχαν διαγνωστεί με διαβήτη κύησης και άτομα με δυσλιπιδαιμία ή υπέρταση. Η πρόληψη έγκειται στην τακτική παρακολούθηση των τιμών γλυκόζης και γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης, καθώς και στην βελτίωση του τρόπου ζωής και την απώλεια βάρους σε άτομα με προ-διαβήτη.
Πώς μπορούμε να μειώσουμε τον κίνδυνο εμφάνισης του ΣΔΙΙ μέσω της διατροφής;
Η διατροφή παίζει σημαντικό ρόλο στην πρόληψη ή/και καθυστέρηση της εμφάνισης ΣΔΙΙ, με την απώλεια βάρους να αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο. Σύμφωνα με τον American Diabetes Association (ADA) άτομα στο στάδιο του προ-διαβήτη θα πρέπει να επισκεφτούν διαιτολόγο-διατροφολόγο, ώστε να λάβουν εξατομικευμένη διαιτολογική παρέμβαση.
Σύμφωνα με τον ADA άτομα με προ-διαβήτη συστήνεται να βελτιώσουν τον τρόπο ζωής τους με στόχο μια μέτρια απώλεια βάρους της τάξης του 7% του αρχικού σωματικού βάρους, και μέτριας έντασης άσκηση για 150 λεπτά/εβδομάδα. Παρόμοιες οδηγίες έχουν μελετηθεί με θετικά αποτελέσματα σε έρευνες ανά τον κόσμο.
Η Μεσογειακή Διατροφή αποτελεί ένα εξαιρετικό πρότυπο διατροφής για την πρόληψη του διαβήτη, όπως αναδεικνύει πληθώρα μελετών, ενώ και ο ADA συστήνει την προσκόλληση σε ένα υγιεινό μοντέλο διατροφής, όπως τη Μεσογειακή Διατροφή, ή ένα διατροφικό πρότυπο χαμηλό σε λιπαρά. Μάλιστα, η ΜΔ φαίνεται να βοηθά στην πρόληψη του ΣΔΙΙ ακόμα και αν δεν υπάρχει απώλεια βάρους. Περισσότερες μελέτες θα πρέπει να γίνουν σχετικά με την επίδραση μιας διατροφής χαμηλής σε υδατάνθρακες για άτομα με προ-διαβήτη, αν και οι παρούσες δείχνουν ότι είναι το ίδιο αποτελεσματικές με τις δίαιτες χαμηλές σε λιπαρά.
Ενώ η απώλεια βάρους, ανεξαρτήτως τρόπου, φαίνεται να εκείνη που βελτιώνει την πρόληψη του διαβήτη, η ποιότητα της διατροφής φαίνεται να είναι σημαντική για άτομα που δεν έχουν υπερβάλλον σωματικό βάρος, αλλά και για την συνολική υγεία. Σημαντικό στοιχείο για την μακροπρόθεσμη απώλεια βάρους είναι η εξατομίκευση & η επιλογή του διατροφικού προτύπου που ταιριάζει στο κάθε άτομο.
Συμπερασματικά, η διατροφή ως σύνολο παίζει πολύ σημαντικό ρόλο στην υγεία και την πρόληψη ασθενειών, συμπεριλαμβανομένου και του ΣΔΙΙ. Η απώλεια βάρους μεσω βελτίωσης του τρόπου ζωής παίζει τον πλέον σημαντικό ρόλο. Έμφαση πρέπει να δοθεί στην εξατομίκευση, ενώ συστήνεται η πρόσκόλληση σε ένα πλάνο υγιεινής διατροφής με έμφαση στην πρόσληψη προϊόντων ολικής άλεσης, στα όσπρια, τους ξηρούς καρπούς, τα φρούτα και τα λαχανικά, ενώ να μειωθεί η πρόσληψη τροφίμων πλούσια σε ελεύθερα σάκχαρα, αλάτι, κορεσμένα λιπαρά.
Πηγές:
1. Standards of Medical Care in Diabetes—2019 Abridged for Primary Care Providers
2. Mediterranean diet and diabetes: prevention and treatment.
3. The role of diet in the prevention of type 2 diabetes.
Πεινάω ή διψάω;
Θα έχετε ακούσει τη φράση, “δεν πεινάς, διψάς”.
Στην πραγματικότητα, αυτή η φράση έχει τις ρίζες της στην κουλτούρα της δίαιτας, και όχι στην επιστήμη, καθώς η πείνα και η δίψα είναι δύο διακριτά φυσιολογικά φαινόμενα που ελέγχονται από διάφορους μηχανισμούς στον οργανισμό, και έχουν διαφορετικά σημάδια αναγνώρισης.
Η πείνα προκαλείται από έναν συνδυασμό φυσιολογικών, και νευροενδοκρινολογικών παραγόντων. Κύριοι παράγοντες που συμβάλλουν στην πείνα περιλαμβάνουν την κενότητα του στομάχου, την ινσουλίνη και άλλες ορμόνες όπως η γκρελίνη και η λεπτίνη. Οι νευρώνες στον εγκέφαλο, ειδικότερα στο υποθάλαμο, ανταποκρίνονται σε αυτές τις αλλαγές και παράγουν την αίσθηση της πείνας. Πεινάμε ανά τακτικά χρονικά διαστήματα, ανά 3-4 ώρες, και η πείνα αυξάνεται σταδιακά, ενώ ικανοποιείται με το φαγητό.
Από την άλλη πλευρά, η δίψα είναι η αίσθηση που προκαλείται από την αύξηση της οσμωτικότητα του αίματος, την μείωση του όγκου του αίματος ή την απώλεια νερού από τον οργανισμό, και ρυθμίζεται επίσης από τον υποθάλαμο, μέσω νευρολογικών οδών.
Αν και η πείνα και η δίψα είναι αισθήσεις που προκαλούνται από τον οργανισμό ως απάντηση σε βιολογικές ανάγκες, και ρυθμίζονται από τον υποθάλαμο, η πείνα είναι συνήθως συνδεδεμένη με την ανάγκη για ενέργεια και θρεπτικά στοιχεία, ενώ η δίψα είναι συνδεδεμένη με την ανάγκη για νερό, και είμαστε σε θέση να αναγνωρίσουμε τη διαφορά τους!
Δυστυχώς, λόγω της πανταχού παρούσας κουλτούρας της δίαιτας, έχουμε πειστεί ότι δεν είμαστε σε θέση να αναγνωρίσουμε τις ανάγκες του σώματος μας. Και ενώ όντως είναι συχνό φαινόμενο να μην ακούμε την πείνα και τον κορεσμό, ο διαχωρισμός της πείνας και της δίψας είναι αρκετά πιο εύκολος!
Πηγές:
- Augustine V, Lee S, Oka Y. Neural Control and Modulation of Thirst, Sodium Appetite, and Hunger. Cell. 2020 Jan 9;180(1):25-32. doi: 10.1016/j.cell.2019.11.040. PMID: 31923398; PMCID: PMC7406138.
- Crooks B, Stamataki NS, McLaughlin JT. Appetite, the enteroendocrine system, gastrointestinal disease and obesity. Proc Nutr Soc. 2021 Feb;80(1):50-58. doi: 10.1017/S0029665120006965. Epub 2020 May 4. PMID: 32364087.
- Sternson SM, Eiselt AK. Three Pillars for the Neural Control of Appetite. Annu Rev Physiol. 2017 Feb 10;79:401-423. doi: 10.1146/annurev-physiol-021115-104948. Epub 2016 Nov 28. PMID: 27912679.
Ελαιόλαδο ή εξαιρετικά παρθένο ελαιόλαδο;
Στην καθημερινότητα μπορεί να αναφερόμαστε στο ελαιόλαδο που χρησιμοποιούμε απλώς ως «ελαιόλαδο», εφόσον είναι το έλαιο της ελιάς. Στην βιομηχανία τροφίμων όμως, και σύμφωνα με τη νομοθεσία το ελαιόλαδο δεν είναι αυτό που νομίζουμε και αυτό που έχουμε συνηθίσει.
Αναφορικά με το έλαιο της ελιάς διακρίνουμε τρεις κατηγορίες. Το «εξαιρετικά παρθένο ελαιόλαδο», το «παρθένο ελαιόλαδο» και το «ελαιόλαδο». Τα τρία διαφορετικά αυτά έλαια διαφέρουν στην τιμή, την γεύση, το χρώμα και τα οργανοληπτικά τους χαρακτηριστικά, και τα αντιοξειδωτικά. Το έλαιο που συνήθως χρησιμοποιούμε στο σπίτι, ως νησί ελαιοπαραγωγών είναι το «εξαιρετικά παρθένο ελαιόλαδο».
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τη νομοθεσία το «εξαιρετικά παρθένο ελαιόλαδο» είναι το έλαιο της ελιάς, το οποίο λαμβάνεται μέσω μηχανικών μεθόδων (ψυχρή εκχύλιση) ή άλλων φυσικών επεξεργασιών που δεν επιφέρουν αλλοίωση του ελαίου (πλύση και έκθλιψη ελαιοκάρπου, μετάγγιση, φυγοκέντριση και διήθηση ελαίου) και έχει οξύτητα μικρότερη του 0,8%. Το «παρθένο ελαιόλαδο» λαμβάνεται μέσω των παραπάνω μεθόδων και έχει οξύτητα μικρότερη του 2%, ενώ το «ελαιόλαδο» είναι μείγμα εξευγενισμένου ελαιολάδου (βλ. παρακάτω) και βρώσιμου παρθένου ελαιολάδου με οξύτητα όχι μεγαλύτερη από 1%.
Ας μην ξεχνάμε όμως και το ελαιόλαδο λαμάντε, το οποίο προέρχεται από ελαιόλαδο, το οποίο λαμβάνεται μέσω μηχανικών μεθόδων (ψυχρή εκχύλιση) ή άλλων φυσικών επεξεργασιών που δεν επιφέρουν αλλοίωση του ελαίου, αλλά έχει οξύτητα μεγαλύτερη του 2% και δεν είναι κατάλληλο προς κατανάλωση, αλλά ύστερα από επεξεργασία μετατρέπεται σε εξευγενισμένο ή ραφιναρισμένο ελαιόλαδο.
Τα παραπάνω έλαια διαφέρουν αρκετά στο χρώμα και την οσμή, με τα βέλτιστα χαρακτηριστικά να ανήκουν στο «εξαιρετικά παρθένο ελαιόλαδο», ενώ υπάρχουν και διαφορές στη συγκέντρωση αντιοξειδωτικών και άλλων ευεργετικών για την υγεία ουσιών.
Το ελαιόλαδο διαθέτει και ισχυρισμό υγείας, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφάλειας Τροφίμων (EFSA). Η κατανάλωση πολυφαινολών ελαιολάδου προστατεύει την LDL-χοληστερόλη από την οξείδωση, ύστερα από καθημερινή κατανάλωση 5mg υδροξυτυροσόλης και παραγώγων της (σύμπλεγμα ελευρωπαΐνης και τυροσόλης), τα οποία προέρχονται από 20γρ. ελαιόλαδο. Παράλληλα, το ελαιόλαδο είναι τρόφιμο με «υψηλή περιεκτικότητα σε μονοακόρεστα λιπαρά».
Στο ελαιόλαδο δεν προστίθενται συντηρητικά. Για την βέλτιστη συντήρηση του ελαιολάδου θα πρέπει να φυλάσσεται σε δροσερό, σκιερό μέρος, σε δοχείο με σκούρο χρώμα. Ιδανικά θα πρέπει να καταναλώνεται εντός 18 μηνών.
Κατά το μαγείρεμα καλό είναι να χρησιμοποιείται προς το τέλος, έτσι ώστε να διατηρηθούν οι αντιοξειδωτικές ουσίες που περιέχει. Μάλιστα, χάρη σε αυτές τις αντιοξειδωτικές ουσίες το ελαιόλαδο δεν «καταστρέφεται» εύκολα, καθώς τα αντιοξειδωτικά «θυσιάζονται» για να παραμείνουν τα ακόρεστα λιπαρά του ελαιολάδου αναλλοίωτα. Όμως αυτό σημαίνει ότι δεν θα προσφέρουμε στον οργανισμό μας όλα αυτά τα αντιοξειδωτικά αν αφήσουμε για πολλή ώρα το ελαιόλαδο σε υψηλές θερμοκρασίες.
Τέλος, άλλη μια παρανόηση σχετικά με το ελαιόλαδο και άλλα έλαια είναι η θερμιδική πυκνότητά του. Το ελαιόλαδο, όπως και όλα τα άλλα έλαια (π.χ. ηλιέλαιο) περιέχουν 9 θερμίδες ανά γραμμάριο. Επομένως, είτε χρησιμοποιήσουμε ελαιόλαδο είτε κάποιο άλλο έλαιο, το θερμιδικό περιεχόμενο παραμένει το ίδιο, αλλά η ποιότητα του ελαιολάδου (ειδικά του «εξαιρετικά παρθένου ελαιολάδου») είναι σαφώς ανώτερη.
Συνοψίζοντας, στο τρόφιμο ελαιόλαδο έχουμε διάφορες κατηγορίες και ποιότητες. Ας δώσουμε προσοχή στο ελαιόλαδο που αγοράζουμε ή/και παράγουμε, και ας παρατηρήσουμε και τα τρόφιμα (παξιμάδια, κριτσίνια, κ.α.) που αγοράζουμε τα οποία επί το πλείστον χρησιμοποιούν «ελαιόλαδο».
Βιβλιογραφία
Adherence to Mediterranean Diet and Nutritional Status in Women with Breast Cancer: What Is Their Impact on Disease Progression and Recurrence-Free Patients’ Survival?
Mantzorou M, Tolia M, Poultsidi A, Vasios GK, Papandreou D, Theocharis S, Kavantzas N, Troumbis AY, Giaginis C. Adherence to Mediterranean Diet and Nutritional Status in Women with Breast Cancer: What Is Their Impact on Disease Progression and Recurrence-Free Patients’ Survival? Current Oncology. 2022; 29(10):7482-7497. https://doi.org/10.3390/curroncol29100589
Introduction: Nutritional status impacts the survival of patients with cancer. There are few studies that investigate the role of nutritional status on breast cancer survival in women with breast cancer, and even fewer regarding the impact of adhering to the Mediterranean diet (MD). The present study aims to assess the nutritional status, MD adherence, physical activity levels and health-related quality of life (HRQOL) in women diagnosed with breast cancer and evaluate these parameters regarding recurrence-free survival. Methods: A total of 114 women, aged 35–87 years old, diagnosed with breast cancer in Larissa, Greece, participated in the study. Tumor histopathology was reported, and anthropometric indices were measured by a trained nurse, while questionnaires regarding nutritional status (via mini nutritional assessment), HRQOL via EORTC QLQ-C30, physical activity levels via IPAQ and Mediterranean diet adherence via MedDietScore were administered. The participants were followed-up for a maximum time interval of 42 months or until recurrence occurred. Results: A total of 74% of patients were overweight or obese, while 4% of women were undernourished, and 28% were at risk of malnutrition. After 42 months of follow-up, 22 patients (19.3%) had relapsed. The median time to recurrence was 38 months (IQR: 33–40 months) and ranged between 23 to 42 months. Higher levels of MD adherence were significantly associated with lower body mass index (BMI) values, earlier disease stage, smaller tumor size, absence of lymph node metastases and better physical activity levels (p < 0.05). Normal nutritional status was significantly associated with higher BMI values and better health-related quality of life (p ≤ 0.05). In univariate analysis, patients with higher levels of MD adherence and well-nourished patients had significantly longer recurrence-free survival (p < 0.05). In multivariate analysis, MD adherence and nutritional status were independently associated with recurrence-free patients’ survival after adjustment for several confounding factors (p < 0.05). Conclusions: The impact of MD on time to recurrence is still under investigation, and future interventional studies need to focus on the role of adhering to the MD before and after therapy in survival and breast cancer progression. Furthermore, the present study also highlights the importance of an adequate nutritional status on disease progression, and the need for nutritional assessment, education and intervention in women with breast cancer.
H υιοθέτηση της Μεσογειακής Διατροφής και της κατάστασης θρέψης σε γυναίκες με καρκίνο του μαστού: Ποιος είναι ο αντίκτυπός τους στην εξέλιξη της νόσου και στην επιβίωση των ασθενών χωρίς υποτροπές;
Ο καρκίνος, μια ομάδα νόσων που ολοένα και περισσότερο διαγιγνώσκεται, μπορεί να προληφθεί ως έναν σημαντικό βαθμό, με την υιοθέτηση ενός υγιεινού τρόπου ζωής, με υγιεινή διατροφή, διακοπή καπνίσματος, και τακτική φυσική δραστηριότητα. Ο καρκίνος του μαστού χτυπάει την πόρτα σε ολοένα και περισσότερες γυναίκες, ενώ χάρη στην πρόοδο των επιστημών, σήμερα έχουμε τη δυνατότητα έγκαιρης διάγνωσης και αποτελεσματικότερης θεραπείας. Σύμφωνα με την American Cancer Society, η πενταετή επιβίωση από τον καρκίνο του μαστού είναι στο 90% για όλα τα στάδια της νόσου.
Η Μεσογειακή Διατροφή αποτελεί εργαλείο στην πρόληψη διάφορων μορφών καρκίνου, συμπεριλαμβανομένου και του καρκίνου του μαστού, όμως οι έρευνες γύρω από την επίδραση αυτού του προτύπου διατροφής στην επιβίωση των ασθενών είναι λιγοστές. Μια νέα Ελληνική μελέτη, σε 114 γυναίκες που διήρκησε 3 έτη, ανέδειξε την σημαντικότητα της Μεσογειακής Διατροφής στην καθυστέρηση εμφάνισης υποτροπής μετά από τη διάγνωση και τη θεραπεία του καρκίνου του μαστού, αλλά και το ρόλο που παίζει η κατάσταση θρέψης και ο Δείκτης Μάζας Σώματος στην επιβίωση χωρίς υποτροπή.
Συγκεκριμένα, η χαμηλή προσκόλληση στο διατροφικό πρότυπο της Μεσογειακής Διατροφής σχετίστηκε με χειρότερη κατάσταση θρέψης, αλλά με και συντομότερο χρόνο μέχρι την υποτροπή της νόσου. Επιπλέον, συντομότερος χρόνος μέχρι την υποτροπή παρατηρήθηκε σε γυναίκες με υψηλότερο βάρος για το ύψος τους (Δείκτη Μάζας Σώματος), με χαμηλότερη ποιότητα ζωής και χαμηλότερα επίπεδα φυσικής δραστηριότητας. Δηλαδή, γυναίκες με υψηλό βάρος, και χαμηλή προσκόλληση στη Μεσογειακή διατροφή και χαμηλά επίπεδα φυσικής δραστηριότητας εμφάνιζαν νωρίτερα υποτροπή της νόσου, σε σχέση με γυναίκες με φυσιολογικό βάρος, υψηλή προσκόλληση στη Μεσογειακή Διατροφή και υψηλότερη φυσική δραστηριότητα.
Η μελέτη αυτή έρχεται να ισχυροποιήσει δεδομένα γνωστά από τη βιβλιογραφία σχετικά με το πόσο σημαντική είναι η διασφάλιση μιας καλής θρέψης στον καρκίνο του μαστού, ακόμη και σε γυναίκες με υπερβάλλον σωματικό βάρος, ενώ αναδεικνύει και την ανάγκη για ενημέρωση του κοινού σχετικά με τα οφέλη της διατήρησης ενός υγιούς βάρους, μιας υγιεινής διατροφής και της τακτικής άσκησης για την εξέλιξη της νόσου.
Δυστυχώς στη χώρα μας, απομακρυνόμαστε από το πρότυπο της Μεσογειακής Διατροφής, με αρνητικές επιδράσεις στην υγεία, στο επίπεδο της πρόληψης, αλλά και της αντιμετώπισης χρόνιων νόσων. Η Μεσογειακή Διατροφή, όπως κάθε πρότυπο υγιεινής διατροφής χαρακτηρίζονται από χρώμα και γεύση, και όχι από περιορισμούς και απαγορεύσεις. Η Μεσογειακή Διατροφή εκπροσωπείται από τα προϊόντα ολικής άλεσης, τα φρούτα και τα λαχανικά, το εξαιρετικά παρθένο ελαιόλαδο, τα γαλακτοκομικά, το ψάρι και τα όσπρια. Πλέον, υπάρχει πληθώρα εύκολων συνταγών που όλοι μπορούμε να βάλουμε στην καθημερινότητά μας, και να θρέψουμε και να θωρακίσουμε τον οργανισμό μας.
Το άρθρο είναι ελεύθερο προς ανάγνωση στη σελίδα του επιστημονικού περιοδικού εδώ. Τα πνευματικά δικαιώματα ανήκουν στους συγγραφείς.