Παιδιά με αλλεργία στο γάλα: πώς το αντιμετωπίζουμε;
Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται αύξηση στις τροφικές αλλεργίες. Τα πιο κοινά αλλεργιογόνα είναι το αβγό, η σόγια, το γάλα, το σιτάρι, τα ψάρια και τα όστρακα και οι ξηροί καρποί. Αν και τα παιδιά συνήθως ξεπερνούν την αλλεργία στο γάλα, τα αβγά και τη σόγια, οι αλλεργίες στους ξηρούς καρπούς, το ψάρι και τα όστρακα τείνουν να συνεχίζονται για όλη τη ζωή.
Η αλλεργία στο γάλα είναι η πιο κοινή τροφική αλλεργία στα παιδιά και οφείλεται στη μη φυσιολογική ανοσολογική απάντηση του οργανισμού στο γάλα καθώς και στα προϊόντα που το περιέχουν. Αν και η αλλεργία στο αγελαδινό γάλα είναι η πιο συχνή, το γάλα και άλλων ζώων μπορεί επίσης να επιφέρει αλλεργική αντίδραση.
Η αλλεργική αντίδραση επέρχεται μέσα σε λεπτά έως και ώρες μετά την κατανάλωση γάλακτος, ενώ τα συμπτώματα μπορεί να είναι από ήπια, όπως έμετος, γαστρεντερικές διαταραχές, έως σοβαρά, όπως αναφυλαξία. Η αντιμετώπιση έγκειται στην αποφυγή του γάλακτος μέχρι να ξεπεραστεί η αλλεργία, ενώ στην αντίθετη περίπτωση η αποφυγή του γάλακτος και των προϊόντων με γάλα συνεχίζεται εφ’ όρου ζωής.
Το γάλα σε όλες τις μορφές του (πχ. αραιωμένο, χαμηλό σε λιπαρά κ.λπ.) πρέπει να αποφεύγεται. Η αποφυγή του γάλακτος επιφέρει αυξημένο κίνδυνο υποσιτισμού στα παιδιά, ειδικά όταν δεν είναι υπό διαιτητική επίβλεψη, καθώς είναι από τα πιο κοινά τρόφιμα που καταναλώνουν, ενώ αποτελεί πηγή ασβεστίου και πρωτεϊνών. Για το λόγο αυτό, στα βρέφη με αλλεργία στο γάλα προτείνεται η κατανάλωση φόρμουλας με υδρολυμένη πρωτεΐνη ή σε μεγαλύτερα παιδιά προτείνεται και το γάλα σόγιας εμπλουτισμένο με ασβέστιο.
Είναι καλό να αποφεύγονται τα υποκατάστατα γάλακτος από ρύζι ή ξηρούς καρπούς (πχ. γάλα αμυγδάλου), καθώς δεν είναι θερμιδικά πυκνά.
Είναι απαραίτητο να αποφεύγονται και τα γαλακτοκομικά προϊόντα (το βούτυρο, η μαργαρίνη, η κρέμα γάλακτος, το παγωτό, οι κρέμες, το τυρί, το γιαούρτι) ή προϊόντα που έχουν παρασκευαστεί με γάλα ή συστατικά του (π.χ. μπισκότα, κέικ, σοκολάτα, φρυγανιές, δημητριακά που περιέχουν πρωτεΐνες γάλακτος).
Το βούτυρο μπορεί να αντικατασταθεί με ελαιόλαδο ή φυτικές μαργαρίνες. Το κρέας, το κοτόπουλο, το ψάρι και το αβγό μπορούν να καταναλωθούν αρκεί να μην έχουν μαγειρευτεί με κρέμα γάλακτος ή βούτυρο ή μίγμα που περιέχει γάλα ή συστατικό γάλακτος. Είναι σημαντικό να διαβάζετε τις ετικέτες τροφίμων. Πλέον τα αλλεργιογόνα αναγράφονται με έντονα γράμματα στο πίσω μέρος της συσκευασίας. Εάν το τρόφιμο δεν είναι συσκευασμένο, μπορείτε να ρωτήσετε την εταιρεία ή τον παρασκευαστή για τα συστατικά του τροφίμου.
Η αλλεργία στο γάλα δεν πρέπει να συγχέεται με τη δυσανεξία στη λακτόζη. Στην τελευταία περίπτωση, το ανοσοποιητικό σύστημα δεν μετέχει, ενώ η δυσανεξία οφείλεται στην έλλειψη του ενζύμου λακτάση, το οποίο μετατρέπει τη λακτόζη σε γαλακτόζη και γλυκόζη στον αυλό του εντέρου, με αποτέλεσμα το μεταβολισμό της λακτόζης από τα βακτήρια του παχέος εντέρου και την πρόσκληση γαστρεντερικών ενοχλήσεων, όπως είναι το φούσκωμα, τα αέρια και η διάρροια. Συνήθως τα άτομα με δυσανεξία στη λακτόζη μπορούν να καταναλώσουν μικρή ποσότητα γάλακτος και γαλακτοκομικών προϊόντων.
Όταν ένα παιδί πάσχει από τροφικές αλλεργίες, είναι απαραίτητη η πλήρης αποφυγή του αλλεργιογόνου τροφίμου. Ιδιαίτερη προσοχή χρειάζεται σε εξόδους, στα πάρτι και στα κεράσματα στο σχολείο. Το παιδί από μικρή ηλικία πρέπει να γνωρίζει τι δεν επιτρέπεται να καταναλώσει, ενώ οι δάσκαλοι στο σχολείο πρέπει να είναι ενήμεροι για την αλλεργία.
Υδατάνθρακες: Μας παχαίνουν;
Τα τρόφιμα-πηγές υδατανθράκων εδώ και δεκαετίες έχουν δαιμονοποιηθεί από τη «βιομηχανία της δίαιτας». Συνεχώς ακούμε ότι δεν θα πρέπει να συνδυάζουμε υδατάνθρακες και πρωτεΐνες στα γεύματά μας, ότι το ψωμί και τα μακαρόνια παχαίνουν και άλλους σχετικούς ισχυρισμούς. Παράλληλα, αρκετές ανορθόδοξες, μη επιστημονικά τεκμηριωμένες δίαιτες απώλειας βάρους όπως η κετογονική, η Άτκινς, η Dukan, η Paleo και άλλες είναι πολύ χαμηλές σε υδατάνθρακες, και εκεί φαινομενικά στηρίζουν το αποτέλεσμά τους.
Στην πραγματικότητα, όμως, οι υδατάνθρακες μας παχαίνουν; Μας κάνουν τόσο κακό;
Όπως έχω αναφέρει και σε προηγούμενα κείμενα, ο μόνος παράγοντας από τον οποίο εξαρτάται η απώλεια βάρους είναι το ενεργειακό έλλειμμα. Δηλαδή, για την απώλεια βάρους αρκεί να τρώμε λιγότερες θερμίδες από αυτές που χρειαζόμαστε, ανεξαρτήτως σύστασης της διατροφής μας. Αντιστρόφως, για την πρόσληψη βάρους αρκεί να τρώμε περισσότερες θερμίδες από αυτές που χρειαζόμαστε. Συνεπώς, πρωτεύουσα σημασία για την απώλεια και πρόσληψη βάρους έχουν οι θερμίδες.
Όμως, δεν τρώμε μόνο ενέργεια, δηλαδή τα μακροθρεπτικά συστατικά λιπαρά, υδατάνθρακες και πρωτεΐνες, αλλά χρειαζόμαστε και τα μικροθρεπτικά συστατικά, δηλαδή τις βιταμίνες, τα μέταλλα και τα ιχνοστοιχεία. Επομένως, η διατροφή μας θα πρέπει να είναι πλήρης, και με ποικιλία τροφίμων και ομάδων τροφίμων, έτσι ώστε να λαμβάνουμε όλα τα θρεπτικά συστατικά που χρειάζεται το σώμα μας για τη βέλτιστη λειτουργία του. Οι πηγές αμύλου/υδατανθράκων (φρούτα, λαχανικά, γάλα και γιαούρτι, όσπρια, ψωμί, ρύζι, πατάτα, παξιμάδι, ζυμαρικά κ.α.) είναι πηγές φυτικών ινών και πληθώρας μικροθρεπτικών συστατικών, με τα φρούτα, τα λαχανικά, και τα όσπρια να είναι τρόφιμα αρκετά χορταστικά και θρεπτικά! Άρα, γιατί να τα βγάλουμε από τη διατροφή μας; Φυσικά, η υπερκατανάλωση ελευθέρων σακχάρων (γλυκά, αναψυκτικά, επιδόρπια, σιρόπια κ.α.) έχει αρνητική επίδραση στην υγεία, και θα πρέπει να περιορίζεται στο 5% των ημερήσιων θερμίδων που λαμβάνουμε.
Αναφορικά με την πρόσληψη βάρους, μια νέα μελέτη σε επίμυες έδειξε ότι υπό αυστηρά ελεγχόμενες συνθήκες και διατροφή, οι επίμυες αύξησαν το σωματικό λίπος τους μόνο όταν ακολουθούσαν διατροφή υψηλή σε λίπος, ενώ παρατηρήθηκαν αλλαγές στην εγκεφαλική δραστηριότητα, που σχετίζονται με την απόλαυση, τις λιγούρες και την εξάρτηση, με δράσεις όπως της ντοπαμίνης και της σεροτονίνης. Βέβαια, τα αποτελέσματα αυτά δεν μπορούν να μεταφραστούν στον άνθρωπο για διάφορους λόγους, συμπεριλαμβανομένων της διαφορετικής διατροφής, του γενετικού προφίλ, και λόγω του ότι η έρευνα δεν μεταφράζεται άμεσα από τα ζώα στον άνθρωπο. Αυτό όμως που μας δείχνει η έρευνα αυτή είναι ότι η αυξημένη κατανάλωση υδατανθράκων δεν επέφερε αύξηση του λιπώδους ιστού, όπως θα αναμενόταν από υποστηρικτές των διαιτών χαμηλών σε υδατάνθρακες.
Στον άνθρωπο, μια πολύ καλά σχεδιασμένη μελέτη είχε δείξει ότι είτε ακολουθούμε πρόγραμμα υποθερμιδικής διατροφής στα πρότυπα της κετογονικής δίαιτας, η οποία είναι πολύ χαμηλή σε υδατάνθρακες, είτε την τυπική Αμερικάνικη δίαιτα, χάνουμε την ίδια ποσότητα λίπους!
Μάλιστα, λαμβάνοντας υπόψιν μια πρόσφατη μελέτη σχετικά με τους υδατάνθρακες βλέπουμε ότι η μέτρια-φυσιολογική πρόσληψη υδατανθράκων, όχι μόνο είναι απαραίτητη για το σώμα μας, αλλά σχετίζεται και με τη μακροζωία. Συγκεκριμένα, μια πρόσφατη μελέτη έδειξε ότι άτομα που ακολουθούν διατροφή με μέτρια κατανάλωση υδατανθράκων (50-55% των ημερήσιων θερμίδων) εμφανίζουν χαμηλότερο κίνδυνο θνησιμότητας, σε σχέση με εκείνους που καταναλώνουν πολλούς (>70%) ή λίγους (<40%) υδατάνθρακες.
Συνοψίζοντας, για την απώλεια βάρους σημασία έχει η ενέργεια, δηλαδή οι θερμίδες που προσλαμβάνουμε. Κανένα τρόφιμο, από μόνο του δεν επιφέρει αύξηση στο σωματικό βάρος/λίπος, συμπεριλαμβανομένων των πηγών αμύλου. Παράλληλα, τα πρόσφατα κλινικά δεδομένα δείχνουν ότι είναι ευεργετική η μέτρια κατανάλωση υδατανθράκων, δηλαδή όταν περίπου οι μισές θερμίδες που λαμβάνουμε την ημέρα προέρχονται από υδατάνθρακες! Άλλωστε, και η Μεσογειακή Διατροφή, το πιο καλά μελετημένο πρότυπο διατροφής, το οποίο συστήνεται για την πρόληψη και αντιμετώπιση πληθώρας ασθενειών έχει στη βάση του τις πηγές αμύλου ολικής άλεσης.
Βιβλιογραφία
Dietary Fat, but Not Protein or Carbohydrate, Regulates Energy Intake and Causes Adiposity in Mice.
Dietary carbohydrate intake and mortality: a prospective cohort study and meta-analysis.
Ζωική vs Φυτική Πρωτεϊνη: Ποιά μας χορταίνει περισσότερο;
Η πρωτεΐνη είναι το μακροθρεπτικό συστατικό που μας χορταίνει περισσότερο. Χορταίνουμε όμως περισσότερο με φυτικές ή ζωικές πρωτεΐνες; Στο ερώτημα αυτό έχουν προσπαθήσει να απαντήσουν ορισμένοι ερευνητές.
Μια μελέτη που [1] ερεύνησε σε 35 υγιείς άνδρες πώς ένα γεύμα-πηγή φυτικής πρωτεΐνης επηρεάζει την ενεργειακή πρόσληψη και τομείς της όρεξης (πείνα, κορεσμός, αίσθηση πληρότητας, μετέπειτα κατανάλωση τροφής) σε σύγκριση με ένα γεύμα που περιέχει τις ίδιες θερμίδες, μακροθρεπτικά συστατικά και φυτικές ίνες, αλλά προέρχεται από ζωική πηγή πρωτεϊνης. Τόσο η ενεργειακή πρόσληψη όσο και οι τομείς της όρεξης δεν επηρεάστηκαν από τα διαφορετικά γεύματα! Δηλαδή, δεν είχε σημασία αν η πρωτεΐνη προέρχεται από φυτική ή ζωική πηγή!
Μια παρόμοια μελέτη [2] σύγκρινε την επίδραση στην όρεξη ενός γεύματος από μοσχάρι και ενός γεύματος με τις ίδιες θερμίδες, ίδια μακροθρεπτικά συστατικά & φυτικές ίνες, αλλά με πρωτεΐνη από σόγια. Οι συμμετέχοντες στη μελέτη αυτή ήταν 21 γυναίκες και άντρες με φυσιολογικό βάρος. Δεν υπήρξαν διαφορές στην πείνα, τον κορεσμό, και σε ορμονικούς παράγοντες που διέπουν την όρεξη μετά από πρόσληψη ίσης ποσότητας πρωτεϊνης από φυτική ή ζωική πηγή, όταν τα υπόλοιπα μακροθρεπτικά συστατικά παρέμειναν σταθερά!
Είστε vegan ή vegeterian και θέλετε να βεβαιωθείτε ότι ακολουθείτε μια πλήρη διατροφή; Κλείστε το ραντεβού σας εδώ!
Μια άλλη μελέτη [3], όμως, έδειξε διαφορετικά αποτελέσματα σε 43 άνδρες με φυσιολογικό βάρος. Τα γεύματα που μελετήθηκαν απέδιδαν τις ίδιες θερμίδες, και λίπος, και είχαν είτε Α. υψηλό ποσοστό πρωτεΐνης (από χοιρινό ή μοσχάρι) και λίγες φυτικές ίνες, είτε Β. υψηλό ποσοστό φυτικής πρωτεϊνης & αρκετές φυτικές ίνες, είτε Γ. χαμηλό ποσοστό πρωτεΐνης & μέτριες φυτικές ίνες. Το γεύμα που περιείχε υψηλό ποσοστό φυτικής πρωτεϊνης & αρκετές φυτικές ίνες (Β) οδήγησε σε μεγαλύτερο κορεσμό, λιγότερη πείνα και όρεξη, και χαμηλότερη μετέπειτα πρόσληψη τροφής σε σχέση με το γεύμα της ζωικής πρωτεΐνης (Α) και το γεύμα χαμηλής πρωτεΐνης φυτικής προέλευσης (Γ). Ιδιαιτερα εντυπωσιακό ήταν το εύρημα ότι το γεύμα φυτικής προέλευσης με χαμηλό ποσοστό πρωτεϊνης (Γ) ήταν τόσο χορταστικό όσο και το γεύμα ζωικής πρωτεΐνης με υψηλό ποσοστό πρωτεΐνης! Παρόμοια ήταν τα αποτελέσματα του άλλου σκέλους της προαναφερθείσας μελέτης [2] η οποία έδειξε οτι ένα γεύμα με μοσχάρι που απέδιδε 24 γ πρωτεϊνης και 1γ φυτικών ινών είχε την ίδια επίδραση στους τομείς της όρεξης με ένα γεύμα σόγιας που απέδιδε 14 γ πρωτεϊνης και 5γ φυτικών ινών.
Τα δεδομένα των παραπάνω μελετών συνεπώς μας δείχνουν ότι η πηγή της πρωτεϊνης σε ένα γεύμα δεν παίζει ρόλο στους τομείς της πείνας, όταν τα υπόλοιπα μακροθρεπτικά συστατικά είναι τα ίδια, όμως η επίδραση των φυτικών ινών φαίνεται να είναι ιδιαίτερα σημαντική στον κορεσμό, όταν συγκρίνουμε γεύματα υψηλότερης και χαμηλότερης περιεκτικότητας σε πρωτεΐνη!
Φυσικά, θα πρέπει να επισημανθεί οτι η όρεξη μας επηρεάζεται από πολλούς παράγοντες, ενώ οι παράπανω μελέτες δεν μεταφράζονται αυτόματα στην καθημερινότητα, καθώς διεξάγονται υπό ελεγχόμενες συνθήκες.
1. Protein from Meat or Vegetable Sources in Meals Matched for Fiber Content has Similar Effects on Subjective Appetite Sensations and Energy Intake—A Randomized Acute Cross-Over Meal Test Study
2. Consuming Beef vs. Soy Protein Has Little Effect on Appetite, Satiety, and Food Intake in Healthy Adults.
3. Meals based on vegetable protein sources (beans and peas) are more satiating than meals based on animal protein sources (veal and pork) – a randomized cross-over meal test study
Mini κέικ καρότου
Το κεικ καρότου είναι από τις πιο γευστικές επιλογές για γλυκό και μπορεί να γίνει γρήγορα με απλά υλικά!
Τα κεικ και τα γλυκίσματα με λαχανικά είναι πολύ καλές επιλογές και για επιπλέον φυτικές ίνες!
Για 9 μίνι κεικ καρότου θα χρειαστείτε:
- 1 καρότο
- 50 γρ καστανή ζάχαρη ή μελάσα ή μέλι
- 50 γρ εξαιρετικά παρθένο ελαιόλαδο
- 1/3 φλ. φυτικό ρόφημα αμυγδάλου
- 30 γρ σπασμένα καρύδια πεκάν
- 30 γρ καρύδα τριμμένη
- 50 γρ αλεύρι ολικής άλεσης
- 50 γρ αλεύρι βρώμης
- 1 κ.γ. baking powder
- 1/2 κ.γ. σόδα
- 1 βανιλίνη
- 1 αυγό
- 1 κ.σ. αλεσμένο λιναρόσπορο
Αν σας αρέσει το carrot cake μπορείτε να δοκιμάστε και carrot cake baked oatmeal!
Εκτέλεση:
- Αναμείξτε όλα τα υλικά μαζί σε ένα μπολ
- Χωρίστε σε 9 φόρμες για μινι κεικ ή cupcake
- Ψηστε για 20-25 λεπτά σε προθερμασμένο φούρνο στους 180 βαθμούς.
Η συνταγή είναι παραλλαγή της συνταγής της Healthy Tasteland