Οι χυμοί προκαλούν καρκίνο;
Πριν λίγες ημέρες δημοσιεύτηκαν τα αποτελέσματα μιας επιστημονικής μελέτης, αναφορικά με την επίδραση της κατανάλωσης ροφημάτων με ζάχαρη (ροδήματα με άνω του 5% ελεύθερα σάκχαρα) και χυμούς στον κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου. Σε εφημερίδες και μέσα κοινωνικής δικτύωσης δεν άργησαν να εμφανιστούν τίτλοι που ανέφεραν ότι οι χυμοί και τα αναψυκτικά προκαλούν καρκίνο!
Τι έδειξε, όμως, η μελέτη;
Καταρχάς θα πρέπει να επισημανθεί ότι η μελέτη ήταν μια προοπτική μελέτη παρατήρησης. Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορούμε να βγάλουμε συμπεράσματα τύπου αίτιο-αιτιατό, δηλαδή δεν μπορούμε να πούμε ότι το Χ προκαλεί ή δεν προκαλεί το Ψ, αλλά μόνο να δούμε αν υπάρχει συσχέτιση μεταξύ τους.
Τα αποτελέσματα της μελέτης ήταν ότι η κατανάλωση ροφημάτων με ζάχαρη σχετίζεται με 18% υψηλότερο κίνδυνο για καρκίνο, και 22% υψηλότερο κίνδυνο για καρκίνο του μαστού. Η κατανάλωση ροφημάτων με γλυκαντικά δεν σχετίστηκε με τον κίνδυνο για καρκίνο, ενώ η κατανάλωση 100% φυσικών χυμών σχετίστηκε με 12% υψηλότερο κίνδυνο για καρκίνο. Αν και ακούγεται μεγάλη η αύξηση του κινδύνου, πρόκειται για σχετικό κίνδυνο. Δηλαδή, αν έχει κάποιος 1% πιθανότητα για ανάπτυξη καρκίνου, άτομα που καταναλώνουν 100% φυσικών χυμών έχουν 1,12% πιθανότητα.
Επειδή, όμως, όπως προαναφέρθηκε η συσχέτιση δεν σημαίνει και αιτία, θα πρέπει να εξετάσουμε το γιατί βρέθηκε αυτή η συσχέτιση. Το σύνολο της βιβλιογραφίας μέχρι τώρα δεν έχει υποδείξει αιτιώδη συσχέτιση μεταξύ ροφημάτων με ζάχαρη και καρκίνου. Η αυξημένη κατανάλωση ροφημάτων με ζάχαρη σχετίζεται με το αυξημένο σωματικό βάρος, το οποίο σχετίζεται με τον υψηλότερο κίνδυνο για εμφάνιση καρκίνου.
Επίσης, αναλυση των αποτελεσμάτων της μελέτης υπέδειξε ότι σε σχέση με τα άτομα που είχαν χαμηλή πρόσληψη ροφημάτων με ζάχαρη, τα άτομα που κατανάλωναν υψηλές ποσότητες, ροφημάτων με ζάχαρη προσλάμβαναν υψηλότερες θερμίδες, υδατάνθρακες, λιπαρά και αλάτι, ενώ κάπνιζαν και περισσότερο. Οι πληροφορίες αυτές είναι ιδιαίτερα σημαντικές, καθώς οι διατροφικές συνήθειες αποτελούν σύμπλεγμα συμπεριφορών και συνηθειών, και η μεμονωμένη ανάλυσή τους δεν οδηγεί σε σαφή συμπεράσματα. Ειδικά το κάπνισμα αποτελεί ανεξάρτητο παράγοντα κινδύνου για καρκίνο, ενώ η χαμηλότερη ποιότητα διατροφής σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου, όπως υποδεικνύουν και άλλες μελέτες παρατήρησης.
Οι άνθρωποι υπερκαταναλώνουμε τα ελεύθερα σάκχαρα (μέλι, ζαχαρη, σιρόπια, περιμέζι κ.α.) μέσω της κατανάλωσης ροφημάτων, γλυκισμάτων, δημητριακών πρωινού και σνακ. Ο Π.Ο.Υ. συστήνει τη μείωση της κατανάλωσης των ελευθέρων σακχάρων στο 5% της ημερήσιας ενεργειακής πρόσληψης, δηλαδή περί τα 25-30 γραμμάρια ελευθέρων σακχάρων ημερησίως.
Συνεπώς, σαφώς η υπερκατανάλωση ροφημάτων με ζάχαρη μπορεί να έχει αρνητική επίδραση στην υγεία μακροπρόθεσμα, και σχετίζεται με χαμηλή ποιότητα διατροφής, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η χαμηλή κατανάλωσή τους, στα πλαίσια μιας ισορροπημένης διατροφής θα είναι επιβαρυντική για την υγεία!
Για τη μείωση του κινδύνου εμφάνισης καρκίνου συστήνεται μια ισορροπημένη διατροφή στα πλαίσια της Μεσογειακής διατροφής και τακτική άσκηση, ενώ φυσικά σημαντική είναι και η πρόσβαση σε ιατρική περίθαλψη, για πρόληψη και εγκαιρη διάγνωση!
Πηγή: Sugary drink consumption and risk of cancer: results from NutriNet-Santé prospective cohort
Overnight oats με γιαούρτι και σπόρους
Τα overnight oats για πρωινό είναι μια εύκολη, γρήγορη, απολαυστική και δροσιστική λύση για τα καλοκαιρινά πρωινά!
Φτιάξτε τα από το βράδυ και απολαύστε τα το πρωί!
Τι θα χρειαστείτε για 1 μερίδα:
- 30 γρ βρώμη ή μούσλι (ή μίγμα των δύο)
- 2 κ.γ. σπόρους όπως λιναρόσπορο και σπόρους chia
- 1/2 φλ. γάλα 1,5% ή υποκατάστατο γάλακτος
- 1/2 κεσεδάκι γιαούρτι 2%
- Έξτρα: κανέλλα, σταφίδες, και άλλα φρέσκα ή αποξηραμένα φρούτα, φυστικοβούτυρο ή ταχίνι, μέλι ή μαρμελάδα
Εκτέλεση:
- Σε ένα βαζάκι που κλείνει αεροστεγώς αναμείξτε το γάλα και το γιαούρτι.
- Προσθέστε τη βρώμη/μούσλι και τους σπόρους και ανακατέψτε.
- Κλείστε το βαζάκι και αφήστε το όλο το βράδυ στο ψυγείο.
- Το επόμενο πρωί προσθέστε φρούτα, κανέλα, φυστικοβούτυρο ή ο,τι άλλο θέλετε!
- Καλή απόλαυση!
Αν κάποιος έχει κοιλιοκάκη μπορεί αντί για το κλασσικό μούσλι ή τη βρώμη να χρησιμοποιήσει μούσλι χωρίς γλουτένη (και χωρίς βρώμη). Στην περίπτωση που έχετε βάλει τη βρώμη στη διατροφή σας, μη ξεχάσετε να χρησιμοποιείστε καθαρή βρώμη!
Τα διατροφικά νέα της εβδομάδας 19-23 Φεβρουαρίου 2018
1. Τι πρωινό θα επιλέξουμε τη Σαρακοστή;
2. Οι δίαιτες χαμηλών υδατανθράκων βρίσκονται στο προσκήνιο στο χώρο της δίαιτας για χρόνια. Έχουν διαφορά όμως από τις δίαιτες χαμηλών υδατανθράκων;
Μια πρόσφατη έρευνα (DIETFITS) μελέτησε τη διαφορά στην απώλεια βάρους και άλλους δείκτες υγείας, μετά από προσκόλληση σε ένα πρόγραμμα διατροφής χαμηλό σε υδατάνθρακες, και ένα πρόγραμμα διατροφής χαμηλό σε λιπαρά.
Οι συμμετέχοντες έλαβαν οδηγίες από διαιτολόγους για αλλαγή διατροφικών συνηθειών και για προσκόλληση σε μια υγιεινή διατροφή χαμηλών λιπαρών (48% υδατάνθρακες και 29% λιαπρά) και υγιεινή διατροφή χαμηλών υδατανθράκων (30% υδατάνθρακες και 45% λιπαρά).
Μετά από 1 έτος, και οι 2 ομάδες έχασαν βάρος και λίπος, μείωσαν την περιφέρεια μέσης, την αρτηριακή πίεση, την ινσουλίνη νηστείας και γλκόζη νηστείας, χωρίς όμως η μείωση στο βάρος και τους δείκτες να είναι διαφορετική, μεταξύ των ομάδων.
Επιπλέον, τα γονίδια δεν επιρρέασαν την απώλεια βάρους, ενώ ούτε και η έκκριση ινσουλίνης φάνηκε να επιρρέαζει την απώλεια.
Όμως, η ομάδα που ακολουθούσε τη διατροφή χαμηλών λιπαρών μείωσε την LDL "κακή" χοληστερόλη, ενώ στην ομάδα με τη διατροφή χαμηλών υδατανθράκων η LDL χοληστερόλη αυξήθηκε, αλλά παρατηρήθηκε μεγαλύτερη αύξηση της HDL "καλής" χοληστερόλης και μείωση των τριγλυκεριδίων.
Συνεπώς, η μελέτη αυτή δείχνει ότι αναφορικά με την απώλεια βάρους και άλλους δείκτες υγείας δεν έχει σημασία αν ακολουθούμε ένα πρόγραμμα διατροφής χαμηλό σε υδατάνθρακες ή λιπαρά!!!
Το σημαντικό είναι να ακολουθούμε μια υγιεινή διατροφή μεν, αλλά να ταιριάζει στις προτιμήσεις μας και στον τρόπο ζωής μας, ώστε να μπορέσουμε να το ακολουθήσουμε μακροπρόθεσμα!
Δημοσιεύτηκε το 2ο επιστημονικό μου άρθρο, μια ανασκόπιση των νέων κλινικών δεδομένων για το ρόλο της συμπληρωματικής αγωγής με κουρκουμίνη (τη δραστική ουσία του κουρκουμά) σε χρόνιες νόσους.
Η ανασκόπιση δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό Phytotherapy Research
4. Ξηροί καρποί: ένα ιδανικό σνακ πλούσιο σε θρεπτικά συστατικά! Το γνωρίζατε ότι οι ξηροί καρποί περιέχουν ω-3 λιπαρά οξέα;
Διαβάστε στο άρθρο για τα οφέλη των ξηρών καρπών, ποιοί περιέχουν τη μεγαλύτερη ποσότητα ω-3 λιπαρών οξέων, και πώς θα τους βάλουμε στη διατροφή μας!
Association of Maternal Pre-Pregnancy Overweight and Obesity with Childhood Anthropometric Factors and Perinatal and Postnatal Outcomes: A Cross-Sectional Study
Pavlidou Eleni, Dimitrios Papandreou, Zainab Taha, Maria Mantzorou, Stefanos Tyrovolas, Dimitrios N. Kiortsis, Evmorfia Psara, Sousana K. Papadopoulou, Marios Yfantis, Maria Spanoudaki, and et al. 2023. "Association of Maternal Pre-Pregnancy Overweight and Obesity with Childhood Anthropometric Factors and Perinatal and Postnatal Outcomes: A Cross-Sectional Study" Nutrients 15, no. 15: 3384. https://doi.org/10.3390/nu15153384
Περίληψη
Το υπέρβαρο και η παχυσαρκία πριν από την εγκυμοσύνη στις γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας αποτελεί μια αυξανόμενη τάση σε πληθυσμούς μεσαίου και υψηλού εισοδήματος. Αυτή η μελέτη είχε ως στόχο να αξιολογήσει εάν το υπερβάρο ή η παχυσαρκία της μητέρας πριν από την κύηση σχετίζεται με τα ανθρωπομετρικά χαρακτηριστικά των παιδιών, καθώς και με περιγεννητικά και μεταγεννητικά αποτελέσματα.
Μέθοδοι: Πρόκειται για μια μελέτη που πραγματοποιήθηκε σε 5198 παιδιά ηλικίας 2-5 ετών και τις μητέρες τους, από 9 διαφορετικές περιοχές της Ελλάδας. Τα ανθρωπομετρικά δεδομένα των μητέρων και των παιδιών, καθώς και τα περιγεννητικά και μεταγεννητικά αποτελέσματα, συλλέχθηκαν από ιατρικά ιστορικά ή επικυρωμένα ερωτηματολόγια.
Αποτελέσματα: Καταγράφηκαν ποσοστά υπερβάρων/παχύσαρκων 24,4% και 30,6% για τα παιδιά και τις μητέρες τους 2-5 χρόνια μετά τον τοκετό. Το υπερβάρο ή η παχυσαρκία πριν από την εγκυμοσύνη παρατηρήθηκε συχνότερα σε μεγαλύτερες σε ηλικία μητέρες και θηλυκά παιδιά, και σχετίστηκε επίσης με υψηλό βάρος γέννησης, πρόωρο τοκετό, υψηλό δείκτη ponderal του νεογνού, τοκετό με καισαρική τομή, διαβήτη τύπου 1, και υπερβάρο/παχυσαρκία στην προσχολική ηλικία. Στην πολυπαραγοντική ανάλυση, το υπερβάρο ή η παχυσαρκία πριν από την εγκυμοσύνη συσχετίστηκε ανεξάρτητα με υψηλότερο κίνδυνο υπερβάρου/παχυσαρκίας στην προσχολική ηλικία, καθώς και με υψηλότερη αύξηση της συχνότητας του βάρους γέννησης, τοκετού με καισαρική τομή, και διαβήτη τύπου 1.
Συμπεράσματα: Τα ποσοστά υπερβάρου/παχυσαρκίας των μητέρων πριν από την κύηση σχετίστηκαν με αυξημένο βάρος των παιδιών κατά τη γέννηση και 2-5 χρόνια μετά τον τοκετό, τονίζοντας την ανάγκη προώθησης του υγιεινού τρόπου ζωής, συμπεριλαμβανομένων των υγιεινών διατροφικών συνηθειών, και εστίασης σε κοινωνικές πολιτικές και διατροφικές παρεμβάσεις για την παχυσαρκία στις γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας.
Abstract
Background: Pre-pregnancy overweight and obesity in reproductive-aged women becomes a growing tendency in middle- and high-income populations. This study aimed to evaluate whether maternal excess body mass index (BMI) before gestation is associated with children’s anthropometric characteristics, as well as perinatal and postnatal outcomes. Methods: This was a cross-sectional study performed on 5198 children aged 2–5 years old and their paired mothers, assigned from 9 different areas of Greece. Maternal and childhood anthropometric data, as well as perinatal and postnatal outcomes, were collected from medical history records or validated questionnaires. Results: Prevalences of 24.4% and 30.6% of overweight/obesity were recorded for the enrolled children and their mothers 2–5 years postpartum. Maternal pre-pregnancy overweight/obesity was more frequently observed in older mothers and female children, and was also associated with high childbirth weight, preterm birth, high newborn ponderal index, caesarean section delivery, diabetes type 1, and childhood overweight/obesity at pre-school age. In multivariate analysis, maternal pre-pregnancy overweight/obesity was independently associated with a higher risk of childhood overweight/obesity at pre-school age, as well as with a higher increased incidence of childbirth weight, caesarean section delivery, and diabetes type 1. Conclusions: Maternal overweight/obesity rates before gestation were related with increased childhood weight status at birth and 2–5 years postpartum, highlighting the necessity of encouraging healthy lifestyle promotion, including healthier nutritional habits, and focusing on obesity population policies and nutritional interventions among women of reproductive age.
Μπορείτε να διαβάσετε ολόκληρο το άρθρο εδώ.
Τα πνευματικά δικαιώματα ανήκουν στους συγγραφείς.