Caesarean Section Delivery Is Associated with Childhood Overweight and Obesity, Low Childbirth Weight and Postnatal Complications: A Cross-Sectional Study
Papadopoulou, Sousana K, Maria Mentzelou, Eleni Pavlidou, Georgios K Vasios, Maria Spanoudaki, Georgios Antasouras, Anastasia Sampani, Evmorfia Psara, Gavriela Voulgaridou, Gerasimos Tsourouflis, Maria Mantzorou, and Constantinos Giaginis. 2023. "Caesarean Section Delivery Is Associated with Childhood Overweight and Obesity, Low Childbirth Weight and Postnatal Complications: A Cross-Sectional Study" Medicina 59, no. 4: 664. https://doi.org/10.3390/medicina59040664
Background and Objectives: In the last decades, simultaneously increasing trends have been recorded for both caesarean section delivery and childhood overweight/obesity around the world, which are considered serious public health concerns, negatively affecting child health. Aim: The present study aims to investigate whether caesarean section is associated with the increased rates of childhood overweight/obesity, low childbirth anthropometric indices and postnatal complications in pre-school age. Materials and Methods: This is a cross-sectional study in which 5215 pre-school children aged 2–5 years old were enrolled from nine different Greek regions after applying specific inclusion and exclusion criteria. Non-adjusted and adjusted statistical analysis was performed to assess the impact of caesarean section in comparison to vaginal delivery. Results: Children delivered by caesarean section were significantly more frequently overweight or obese at the age of 2–5 years, also presenting a higher prevalence of low birth weight, length and head circumference. Caesarean section was also associated with higher incidence of asthma and diabetes type I at the age of 2–5 years. In a multivariate analysis, caesarean section increased the risk of childhood overweight/obesity and low childbirth anthropometric indices even if adjusting for several childhood and maternal confounding factors. Conclusions: Increasing trends were recorded for both caesarean section delivery and childhood overweight/obesity, which are considered serious public health concerns. Caesarean section independently increased childhood overweight/obesity in pre-school age, highlighting the emergent need to promote health policies and strategies to inform future mothers about its short and long-term risks and that this mode of delivery should preferably be performed only when there are strong medical recommendations in emergency obstetric conditions.
Ο τοκετός με Καισαρική τομή σχετίζεται με το υπερβάλλον σωματικό βάρος και την παχυσαρκία στην παιδική ηλικία, το χαμηλό βάρος τοκετού και τις μεταγεννητικές επιπλοκές: Μια διατομεακή μελέτη
Τις τελευταίες δεκαετίες έχουν καταγραφεί ταυτόχρονα αυξητικές τάσεις τόσο για τον τοκετό με Kαισαρική τομή, όσο και για το υπέρβαρο και την παχυσαρκία στα παιδιά σε όλο τον κόσμο, οι οποίες θεωρούνται σοβαρές ανησυχίες για τη δημόσια υγεία, επηρεάζοντας αρνητικά την υγεία των παιδιών.
Η παρούσα μελέτη στοχεύει να διερευνήσει εάν η Καισαρική τομή σχετίζεται με αυξημένα ποσοστά παιδικού υπέρβαρου/παχυσαρκίας, χαμηλούς ανθρωπομετρικούς δείκτες τοκετού και μεταγεννητικές επιπλοκές στην προσχολική ηλικία. Πρόκειται για μια συγχρονική μελέτη στην οποία εντάχθηκαν 5215 παιδιά προσχολικής ηλικίας 2-5 ετών από εννέα διαφορετικές ελληνικές περιφέρειες μετά από εφαρμογή συγκεκριμένων κριτηρίων ένταξης και αποκλεισμού.
Τα παιδιά που γεννήθηκαν με Καισαρική τομή ήταν σημαντικά πιο συχνά στις κλίμακες του υπέρβαρου ή παχυσαρκίας στην ηλικία των 2-5 ετών, παρουσιάζοντας επίσης υψηλότερο επιπολασμό χαμηλού βάρους γέννησης, μήκους και περιφέρειας κεφαλής. Η Καισαρική τομή συσχετίστηκε επίσης με υψηλότερη συχνότητα εμφάνισης άσθματος και σακχαρώδους διαβήτη τύπου Ι στην ηλικία των 2-5 ετών. Σε μια πολυπαραγοντική ανάλυση, η καισαρική τομή αύξησε τον κίνδυνο παιδικού υπερβολικού βάρους/παχυσαρκίας και χαμηλών ανθρωπομετρικών δεικτών τοκετού, ακόμη και αν προσαρμόζονταν για αρκετούς συγχυτικούς παράγοντες της παιδικής ηλικίας και της μητέρας.
Καταγράφηκαν αυξητικές τάσεις τόσο για τον τοκετό με Καισαρική τομή όσο και για το υπέρβαρο/παχυσαρκία στην παιδική ηλικία, τα οποία θεωρούνται σοβαρά προβλήματα δημόσιας υγείας. Η Καισαρική τομή αύξησε ανεξάρτητα το παιδικό υπέρβαρο/παχυσαρκία στην προσχολική ηλικία, υπογραμμίζοντας την επείγουσα ανάγκη προώθησης πολιτικών και στρατηγικών υγείας για την ενημέρωση των μελλοντικών μητέρων σχετικά με τους βραχυπρόθεσμους και μακροπρόθεσμους κινδύνους και ότι αυτός ο τρόπος τοκετού θα πρέπει κατά προτίμηση να πραγματοποιείται μόνο όταν υπάρχουν ισχυρές ιατρικές συστάσεις σε επείγουσες μαιευτικές καταστάσεις.
Το άρθρο είναι ελεύθερο προς ανάγνωση στη σελίδα του επιστημονικού περιοδικού εδώ. Τα πνευματικά δικαιώματα ανήκουν στους συγγραφείς.
Maternal Gestational Diabetes Is Associated with High Risk of Childhood Overweight and Obesity: A Cross-Sectional Study in Pre-School Children Aged 2–5 Years
Mantzorou, Maria, Dimitrios Papandreou, Eleni Pavlidou, Sousana K. Papadopoulou, Maria Tolia, Maria Mentzelou, Antigoni Poutsidi, Georgios Antasouras, Georgios K. Vasios, and Constantinos Giaginis. 2023. "Maternal Gestational Diabetes Is Associated with High Risk of Childhood Overweight and Obesity: A Cross-Sectional Study in Pre-School Children Aged 2–5 Years" Medicina 59, no. 3: 455. https://doi.org/10.3390/medicina59030455
Background and Objectives: Childhood obesity is a global public health concern with long-term and serious health implications. An important factor for childhood obesity is maternal gestational diabetes mellitus (GDM), which in turn impacts maternal and offspring long-term health. This study aimed to investigate the associations between maternal GDM and childhood weight status and multiple anthropometric and sociodemographic factors and perinatal outcomes. Materials and Methods: A total of 5348 children aged 2–5 years old and their paired mothers took part in the study. Questionnaires were utilized to evaluate the sociodemographic factors and perinatal outcomes as well as smoking habits, educational level, economic status, age, and parity status. Children’s anthropometric parameters were measured, and maternal medical history, preterm birth records, and anthropometric measures during pregnancy were retrieved by their medical records. Results: Overall, 16.4% of the children aged at 2–5 years were overweight, and 8.2% of them were affected by obesity, leading to a total 24.6% of children with overweight/obesity. Further, 5.5% of the enrolled mothers were diagnosed with gestational diabetes mellitus. GDM doubles the probability of childhood overweight/obesity at ages 2–5 years old independently of multiple confounding factors. Pre-pregnancy overweight and obesity, older maternal age, and smoking are risk factors for GDM, while GDM additionally increases the risk of preterm birth. Children of mothers that developed GDM were at greater risk of overweight or obesity, with the association between GDM and offspring’s weight status being independent of confounding factors. Conclusions: GDM is a severe public health issue with prolonged complications for both the mother and their children. Public health approaches and programs need to promote the negative role of pre-pregnancy weight and smoking status as well as the significance of a good glycemic control throughout gestation in women of childbearing age.
Ο διαβήτης κύησης της μητέρας σχετίζεται με υψηλό κίνδυνο παιδικού υπέρβαρου και παχυσαρκίας: Μια συγχρονική μελέτη σε παιδιά προσχολικής ηλικίας 2-5 ετών
Η παιδική παχυσαρκία ανησυχεί την παγκόισμια ιατρική κοινότητα για τη δημόσια υγεία με μακροπρόθεσμες και σοβαρές επιπτώσεις στην υγεία. Ένας σημαντικός παράγοντας για την παιδική παχυσαρκία είναι ο μητρικός σακχαρώδης διαβήτης κύησης (ΣΔΚ), ο οποίος με τη σειρά του επηρεάζει μακροπρόθεσμα την υγεία της μητέρας και των απογόνων της. Αυτή η μελέτη στόχευε να διερευνήσει τις συσχετίσεις μεταξύ του μητρικού ΣΔΚ και της κατάστασης βάρους στην παιδικής ηλικίας και πολλαπλών ανθρωπομετρικών και κοινωνικοδημογραφικών παραγόντων και περιγεννητικών αποτελεσμάτων.
Στη μελέτη συμμετείχαν συνολικά 5348 παιδιά ηλικίας 2-5 ετών και οι μητέρες τους. Τα ερωτηματολόγια χρησιμοποιήθηκαν για την αξιολόγηση των κοινωνικοδημογραφικών παραγόντων και των περιγεννητικών αποτελεσμάτων καθώς και των καπνιστικών συνηθειών, του μορφωτικού επιπέδου, της οικονομικής κατάστασης, της ηλικίας και της ισότητας. Μετρήθηκαν οι ανθρωπομετρικές παράμετροι των παιδιών και το ιατρικό ιστορικό της μητέρας, τα αρχεία πρόωρων τοκετών και οι ανθρωπομετρικές μετρήσεις κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης ανακτήθηκαν από τα ιατρικά τους αρχεία.
Συνολικά, το 16,4% των παιδιών ηλικίας 2-5 ετών ήταν στην κλίμακα του υπέρβαρου, και το 8,2% στην κλίμακα της παχυσαρκίας, με αποτέλεσμα συνολικά το 24,6% των παιδιών με υπέρβαρα/παχυσαρκία. Επιπλέον, το 5,5% των μητέρων διαγνώστηκε με σακχαρώδη διαβήτη κύησης. Ο ΣΔΚ διπλασιάζει την πιθανότητα παιδικού υπέρβαρου/παχυσαρκίας σε ηλικίες 2-5 ετών, ανεξάρτητα από πολλούς συγχυτικούς παράγοντες. Το υπέρβαρο και η παχυσαρκία πριν από την εγκυμοσύνη, η μεγαλύτερη ηλικία της μητέρας και το κάπνισμα αποτελούν παράγοντες κινδύνου για ΣΔΚ, ενώ ο ΣΔΚ αυξάνει επιπλέον τον κίνδυνο πρόωρου τοκετού. Τα παιδιά μητέρων που ανέπτυξαν ΣΔΚ διέτρεχαν μεγαλύτερο κίνδυνο υπέρβαρου ή παχυσαρκίας, με τη συσχέτιση μεταξύ του ΣΔΚ και της κατάστασης βάρους των παιδιών να είναι ανεξάρτητη από συγχυτικούς παράγοντες.
Ο ΣΔΚ είναι ένα σοβαρό ζήτημα δημόσιας υγείας με παρατεταμένες επιπλοκές τόσο για τη μητέρα όσο και για τα παιδιά τους. Οι προσεγγίσεις και τα προγράμματα δημόσιας υγείας πρέπει να προάγουν τον ρόλο του βάρους πριν από την εγκυμοσύνη και τον αρντηικό ρόλο του καπνίσματος, καθώς και τη σημασία του καλού γλυκαιμικού ελέγχου καθ' όλη τη διάρκεια της κύησης σε γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας.
Το άρθρο είναι ελεύθερο προς ανάγνωση στη σελίδα του επιστημονικού περιοδικού εδώ. Τα πνευματικά δικαιώματα ανήκουν στους συγγραφείς.
Οι χυμοί προκαλούν καρκίνο;
Πριν λίγες ημέρες δημοσιεύτηκαν τα αποτελέσματα μιας επιστημονικής μελέτης, αναφορικά με την επίδραση της κατανάλωσης ροφημάτων με ζάχαρη (ροδήματα με άνω του 5% ελεύθερα σάκχαρα) και χυμούς στον κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου. Σε εφημερίδες και μέσα κοινωνικής δικτύωσης δεν άργησαν να εμφανιστούν τίτλοι που ανέφεραν ότι οι χυμοί και τα αναψυκτικά προκαλούν καρκίνο!
Τι έδειξε, όμως, η μελέτη;
Καταρχάς θα πρέπει να επισημανθεί ότι η μελέτη ήταν μια προοπτική μελέτη παρατήρησης. Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορούμε να βγάλουμε συμπεράσματα τύπου αίτιο-αιτιατό, δηλαδή δεν μπορούμε να πούμε ότι το Χ προκαλεί ή δεν προκαλεί το Ψ, αλλά μόνο να δούμε αν υπάρχει συσχέτιση μεταξύ τους.
Τα αποτελέσματα της μελέτης ήταν ότι η κατανάλωση ροφημάτων με ζάχαρη σχετίζεται με 18% υψηλότερο κίνδυνο για καρκίνο, και 22% υψηλότερο κίνδυνο για καρκίνο του μαστού. Η κατανάλωση ροφημάτων με γλυκαντικά δεν σχετίστηκε με τον κίνδυνο για καρκίνο, ενώ η κατανάλωση 100% φυσικών χυμών σχετίστηκε με 12% υψηλότερο κίνδυνο για καρκίνο. Αν και ακούγεται μεγάλη η αύξηση του κινδύνου, πρόκειται για σχετικό κίνδυνο. Δηλαδή, αν έχει κάποιος 1% πιθανότητα για ανάπτυξη καρκίνου, άτομα που καταναλώνουν 100% φυσικών χυμών έχουν 1,12% πιθανότητα.
Επειδή, όμως, όπως προαναφέρθηκε η συσχέτιση δεν σημαίνει και αιτία, θα πρέπει να εξετάσουμε το γιατί βρέθηκε αυτή η συσχέτιση. Το σύνολο της βιβλιογραφίας μέχρι τώρα δεν έχει υποδείξει αιτιώδη συσχέτιση μεταξύ ροφημάτων με ζάχαρη και καρκίνου. Η αυξημένη κατανάλωση ροφημάτων με ζάχαρη σχετίζεται με το αυξημένο σωματικό βάρος, το οποίο σχετίζεται με τον υψηλότερο κίνδυνο για εμφάνιση καρκίνου.
Επίσης, αναλυση των αποτελεσμάτων της μελέτης υπέδειξε ότι σε σχέση με τα άτομα που είχαν χαμηλή πρόσληψη ροφημάτων με ζάχαρη, τα άτομα που κατανάλωναν υψηλές ποσότητες, ροφημάτων με ζάχαρη προσλάμβαναν υψηλότερες θερμίδες, υδατάνθρακες, λιπαρά και αλάτι, ενώ κάπνιζαν και περισσότερο. Οι πληροφορίες αυτές είναι ιδιαίτερα σημαντικές, καθώς οι διατροφικές συνήθειες αποτελούν σύμπλεγμα συμπεριφορών και συνηθειών, και η μεμονωμένη ανάλυσή τους δεν οδηγεί σε σαφή συμπεράσματα. Ειδικά το κάπνισμα αποτελεί ανεξάρτητο παράγοντα κινδύνου για καρκίνο, ενώ η χαμηλότερη ποιότητα διατροφής σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου, όπως υποδεικνύουν και άλλες μελέτες παρατήρησης.
Οι άνθρωποι υπερκαταναλώνουμε τα ελεύθερα σάκχαρα (μέλι, ζαχαρη, σιρόπια, περιμέζι κ.α.) μέσω της κατανάλωσης ροφημάτων, γλυκισμάτων, δημητριακών πρωινού και σνακ. Ο Π.Ο.Υ. συστήνει τη μείωση της κατανάλωσης των ελευθέρων σακχάρων στο 5% της ημερήσιας ενεργειακής πρόσληψης, δηλαδή περί τα 25-30 γραμμάρια ελευθέρων σακχάρων ημερησίως.
Συνεπώς, σαφώς η υπερκατανάλωση ροφημάτων με ζάχαρη μπορεί να έχει αρνητική επίδραση στην υγεία μακροπρόθεσμα, και σχετίζεται με χαμηλή ποιότητα διατροφής, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η χαμηλή κατανάλωσή τους, στα πλαίσια μιας ισορροπημένης διατροφής θα είναι επιβαρυντική για την υγεία!
Για τη μείωση του κινδύνου εμφάνισης καρκίνου συστήνεται μια ισορροπημένη διατροφή στα πλαίσια της Μεσογειακής διατροφής και τακτική άσκηση, ενώ φυσικά σημαντική είναι και η πρόσβαση σε ιατρική περίθαλψη, για πρόληψη και εγκαιρη διάγνωση!
Πηγή: Sugary drink consumption and risk of cancer: results from NutriNet-Santé prospective cohort
Τα διατροφικά νέα της εβδομάδας 11-15 Ιουνίου 2018
1. Φτιάξτε σε 5 λεπτά το αγαπημένο μου σπιτικό παγωτό σορμπέ με κόκκινα βατόμουρα και μπανάνα!
2. Τι μας δείχνουν οι πρόσφατες μελέτες σχετικά με την ευεργετική επίδραση του κόκκινου κρασιού στην υγεία μας;
3.Μήπως τρώμε πολλή πρωτεΐνη;
Ο εξαιρετικός καθηγητής μου από το King's College London, Tom Sanders ανάφερεται στο άρθρο που θα βρείτε εδώ στην αυξημένη κατανάλωση πρωτεΐνης.
Μιλά για το μύθο της αυξημένης πρόσληψης πρωτεΐνης και την αύξηση της μυικής μάζας, όπου αναφέρει ότι η άσκηση και τα οι ασκήσεις με βάρη είναι που βοηθούν στην αύξηση της μυικής μάζας, και όχι η πρωτεΐνη που λαμβάνουμε από τη διατροφή!
Επίσης, αναφέρει οτι άτομα που ακολουθούν διατροφές πλούσιες σε πρωτεΐνη, δεν καταναλώνουν επαρκής ποσότητες άλλων θρεπτικών τροφίμων, με αποτέλεσμα να αυξάνουν τον κίνδυνο εμφάνισης διατροφικών ελλείψεων, καθώς και χρόνιων νόσων.
Παράλληλα, μας ενημερώνει για την έρευνα σχετικά με την αρνητική επίδραση της υπερκατανάλωσης κόκκινου κρέατος στο μικροβίωμα του εντέρου μας.