Maternal Gestational Diabetes Is Associated with High Risk of Childhood Overweight and Obesity: A Cross-Sectional Study in Pre-School Children Aged 2–5 Years
Mantzorou, Maria, Dimitrios Papandreou, Eleni Pavlidou, Sousana K. Papadopoulou, Maria Tolia, Maria Mentzelou, Antigoni Poutsidi, Georgios Antasouras, Georgios K. Vasios, and Constantinos Giaginis. 2023. "Maternal Gestational Diabetes Is Associated with High Risk of Childhood Overweight and Obesity: A Cross-Sectional Study in Pre-School Children Aged 2–5 Years" Medicina 59, no. 3: 455. https://doi.org/10.3390/medicina59030455
Background and Objectives: Childhood obesity is a global public health concern with long-term and serious health implications. An important factor for childhood obesity is maternal gestational diabetes mellitus (GDM), which in turn impacts maternal and offspring long-term health. This study aimed to investigate the associations between maternal GDM and childhood weight status and multiple anthropometric and sociodemographic factors and perinatal outcomes. Materials and Methods: A total of 5348 children aged 2–5 years old and their paired mothers took part in the study. Questionnaires were utilized to evaluate the sociodemographic factors and perinatal outcomes as well as smoking habits, educational level, economic status, age, and parity status. Children’s anthropometric parameters were measured, and maternal medical history, preterm birth records, and anthropometric measures during pregnancy were retrieved by their medical records. Results: Overall, 16.4% of the children aged at 2–5 years were overweight, and 8.2% of them were affected by obesity, leading to a total 24.6% of children with overweight/obesity. Further, 5.5% of the enrolled mothers were diagnosed with gestational diabetes mellitus. GDM doubles the probability of childhood overweight/obesity at ages 2–5 years old independently of multiple confounding factors. Pre-pregnancy overweight and obesity, older maternal age, and smoking are risk factors for GDM, while GDM additionally increases the risk of preterm birth. Children of mothers that developed GDM were at greater risk of overweight or obesity, with the association between GDM and offspring’s weight status being independent of confounding factors. Conclusions: GDM is a severe public health issue with prolonged complications for both the mother and their children. Public health approaches and programs need to promote the negative role of pre-pregnancy weight and smoking status as well as the significance of a good glycemic control throughout gestation in women of childbearing age.
Ο διαβήτης κύησης της μητέρας σχετίζεται με υψηλό κίνδυνο παιδικού υπέρβαρου και παχυσαρκίας: Μια συγχρονική μελέτη σε παιδιά προσχολικής ηλικίας 2-5 ετών
Η παιδική παχυσαρκία ανησυχεί την παγκόισμια ιατρική κοινότητα για τη δημόσια υγεία με μακροπρόθεσμες και σοβαρές επιπτώσεις στην υγεία. Ένας σημαντικός παράγοντας για την παιδική παχυσαρκία είναι ο μητρικός σακχαρώδης διαβήτης κύησης (ΣΔΚ), ο οποίος με τη σειρά του επηρεάζει μακροπρόθεσμα την υγεία της μητέρας και των απογόνων της. Αυτή η μελέτη στόχευε να διερευνήσει τις συσχετίσεις μεταξύ του μητρικού ΣΔΚ και της κατάστασης βάρους στην παιδικής ηλικίας και πολλαπλών ανθρωπομετρικών και κοινωνικοδημογραφικών παραγόντων και περιγεννητικών αποτελεσμάτων.
Στη μελέτη συμμετείχαν συνολικά 5348 παιδιά ηλικίας 2-5 ετών και οι μητέρες τους. Τα ερωτηματολόγια χρησιμοποιήθηκαν για την αξιολόγηση των κοινωνικοδημογραφικών παραγόντων και των περιγεννητικών αποτελεσμάτων καθώς και των καπνιστικών συνηθειών, του μορφωτικού επιπέδου, της οικονομικής κατάστασης, της ηλικίας και της ισότητας. Μετρήθηκαν οι ανθρωπομετρικές παράμετροι των παιδιών και το ιατρικό ιστορικό της μητέρας, τα αρχεία πρόωρων τοκετών και οι ανθρωπομετρικές μετρήσεις κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης ανακτήθηκαν από τα ιατρικά τους αρχεία.
Συνολικά, το 16,4% των παιδιών ηλικίας 2-5 ετών ήταν στην κλίμακα του υπέρβαρου, και το 8,2% στην κλίμακα της παχυσαρκίας, με αποτέλεσμα συνολικά το 24,6% των παιδιών με υπέρβαρα/παχυσαρκία. Επιπλέον, το 5,5% των μητέρων διαγνώστηκε με σακχαρώδη διαβήτη κύησης. Ο ΣΔΚ διπλασιάζει την πιθανότητα παιδικού υπέρβαρου/παχυσαρκίας σε ηλικίες 2-5 ετών, ανεξάρτητα από πολλούς συγχυτικούς παράγοντες. Το υπέρβαρο και η παχυσαρκία πριν από την εγκυμοσύνη, η μεγαλύτερη ηλικία της μητέρας και το κάπνισμα αποτελούν παράγοντες κινδύνου για ΣΔΚ, ενώ ο ΣΔΚ αυξάνει επιπλέον τον κίνδυνο πρόωρου τοκετού. Τα παιδιά μητέρων που ανέπτυξαν ΣΔΚ διέτρεχαν μεγαλύτερο κίνδυνο υπέρβαρου ή παχυσαρκίας, με τη συσχέτιση μεταξύ του ΣΔΚ και της κατάστασης βάρους των παιδιών να είναι ανεξάρτητη από συγχυτικούς παράγοντες.
Ο ΣΔΚ είναι ένα σοβαρό ζήτημα δημόσιας υγείας με παρατεταμένες επιπλοκές τόσο για τη μητέρα όσο και για τα παιδιά τους. Οι προσεγγίσεις και τα προγράμματα δημόσιας υγείας πρέπει να προάγουν τον ρόλο του βάρους πριν από την εγκυμοσύνη και τον αρντηικό ρόλο του καπνίσματος, καθώς και τη σημασία του καλού γλυκαιμικού ελέγχου καθ' όλη τη διάρκεια της κύησης σε γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας.
Το άρθρο είναι ελεύθερο προς ανάγνωση στη σελίδα του επιστημονικού περιοδικού εδώ. Τα πνευματικά δικαιώματα ανήκουν στους συγγραφείς.
Mediterranean Diet Adherence Is Associated with Favorable Health-Related Quality of Life, Physical Activity, and Sleep Quality in a Community-Dwelling Greek Older Population
Mantzorou Maria, Maria Mentzelou, Georgios K. Vasios, Christos Kontogiorgis, Georgios Antasouras, Konstantinos Vadikolias, Evmorfia Psara, Theofanis Vorvolakos, Efthymios Poulios, Aspasia Serdari, Sousana K. Papadopoulou, and Constantinos Giaginis. 2023. "Mediterranean Diet Adherence Is Associated with Favorable Health-Related Quality of Life, Physical Activity, and Sleep Quality in a Community-Dwelling Greek Older Population" Antioxidants 12, no. 5: 983. https://doi.org/10.3390/antiox12050983
Background: The Mediterranean diet (MD) is a beneficial dietary pattern with strong antioxidant and anti-inflammatory properties that can promote mental and physical human health. This study aims to assess the impact of MD adherence on health-related quality of life, physical activity levels, and sleep quality in a representative Greek elderly population. Methods: This is a cross-sectional study. A total of 3254 persons ≥65 years from 14 different Greek regions, urban, rural and islands participated in this study, of which 48.4% were female and 51.6% were male. Health-Related Quality of Life (HRQOL) was evaluated utilizing a short form healthy survey, physical activity was determined by the International Physical Activity Questionnaire (IPAQ), sleep quality was assessed utilizing the Pittsburgh Sleep Quality Index (PSQI) and MD adherence was assessed via the Mediterranean Diet Score (MedDietScore). Results: Moderate adherence to the MD and an increased prevalence of poor quality of life, low physical activity levels and inadequate sleep quality among the elderly population were recorded. High MD adherence was independently associated with better quality of life (OR: 2.31, 95% CI: 2.06–2.68, p = 0.0008), higher physical activity (OR: 1.89, 95% CI: 1.47–2.35, p= 0.0141) and adequate sleep quality (OR: 2.11, 95%: 1.79–2.44, p = 0.0018), female sex (OR: 1.36, 95% CI: 1.02–1.68, p = 0.0032) and living with others (OR: 1.24, 95% CI: 0.81–1.76, p = 0.0375), after adjustment for potential confounding factors. In unadjusted analysis, participants’ age (p < 0.0001), anthropometric characteristics (p < 0.005), educational (p = 0.0026) and financial status (p = 0.0005) and smoking habits (p = 0.0031) were also identified as indicators of MD adherence; however, their impact on MD adherence was considerably attenuated after adjusting for confounding factors (p > 0.05). Conclusion: High MD adherence was correlated with favorable quality of life, higher levels of physical activity, and a more adequate sleep quality score. Strategies and public health policies that facilitate MD adherence and physical activity in older adults may improve sleep and quality of life, impacting overall wellbeing in this age group.
Σύνοψη της μελέτης
Η Μεσογειακή Διατροφή (ΜΔ) είναι ένα ευεργετικό διατροφικό πρότυπο με ισχυρές αντιοξειδωτικές και αντιφλεγμονώδεις ιδιότητες που μπορεί να προάγει την ψυχική και σωματική υγεία του ανθρώπου. Η υιοθέτηση της Μεσογειακής Διατροφής έχει βασικό ρόλο στην υγιή γήρανση, η οποία σχετίζεται με καλύτερη σωματική υγεία και ποιότητα ζωής σχετιζόμενη με την υγεία καθώς και με διάφορες πτυχές του τρόπου ζωής που σχετίζονται με κοινωνικές στάσεις, γνωστική λειτουργία, ψυχική υγεία, καθημερινή σωματική δραστηριότητα, ευεξία και κλινικά χαρακτηριστικά.
Σε συμφωνία με τα αποτελέσματά μας, και οι Mamalaki et al. διαπίστωσαν ότι η υψηλή συμμόρφωση με τη ΜΔ σχετιζόταν ανεξάρτητα με την καλύτερη ποιότητα ύπνου σε έναν ηλικιωμένο πληθυσμό της Ελλάδας, ακόμη και αν η συμμόρφωση στη ΜΔ δεν συσχετίστηκε με τη διάρκεια του ύπνου. Η τήρηση ενός υγιεινού διατροφικού προτύπου όπως η ΜΔ έχει συσχετιστεί με ευνοϊκή ποιότητα ύπνου, ποιότητα ζωής και επίπεδα σωματικής δραστηριότητας, καθώς όλοι αυτοί οι παράγοντες είναι αλληλένδετοι και σημαντικοί για την επιτυχή γήρανση σε Έλληνες ηλικιωμένους.
Η υψηλή προσκόλληση στην ΜΔ συσχετίστηκε ανεξάρτητα με καλύτερη ποιότητα ζωής, υψηλότερη φυσική δραστηριότητα και επαρκή ποιότητα ύπνου, το γυναικείο φύλο και τη συμβίωση με άλλους , μετά από προσαρμογή για πιθανούς συγχυτικούς παράγοντες.
Στρατηγικές και πολιτικές δημόσιας υγείας που θα μπορούσαν να προάγουν την υιοθέτηση της ΜΔ και της σωματικής δραστηριότητας για τους ηλικιωμένους μπορεί να διευκολύνουν τον ύπνο και την ποιότητα ζωής, επηρεάζοντας τη συνολική ευημερία σε αυτήν την ηλικιακή ομάδα, η οποία περιλαμβάνει μεγάλο ποσοστό του ελληνικού πληθυσμού!
Το άρθρο είναι ελεύθερο προς ανάγνωση στη σελίδα του επιστημονικού περιοδικού εδώ. Τα πνευματικά δικαιώματα ανήκουν στους συγγραφείς.
Οδοντική Υγεία & Διατροφή
Η στοματική υγεία είναι άρρηκτα και αμφίδρομα συνδεδεμένη με τη διατρoφή μας, καθώς ό,τι τρώμε περνάει από τη στοματική κοιλότητα. Κατά την παιδική ηλικία η διατροφή επηρεάζει την ανάπτυξη των δοντιών μας, ενώ στην ενήλικο ζωή επηρεάζει τη διατήρηση τους σε καλή κατάσταση. Μάλιστα, η τεριδόνα είναι η πιο κοινή χρόνια νόσος. Υπάρχουν τρόφιμα που βοηθούν στη διαφύλαξη της υγείας των δοντιών μας, και άλλα τα οποία φαίνεται να έχουν αρνητική επίδραση στη στοματική υγεία.
Με τη σίτιση, τα βακτήρια που υπάρχουν στο στόμα μας μετατρέπουν τα σάκχαρα των τροφών σε οξέα, τα οποία φθείρουν το σμάλτο των δοντιών. Κάθε φορά που τρώμε η διαδικασία αυτή επαναλαμβάνεται και είναι εντονότερη όταν καταναλώνουμε τρόφιμα πλούσια σε υδατάνθρακες, ιδιαίτερα σάκχαρα και ελεύθερα σάκχαρα, και τρόφιμα που μένουν στα δόντια μας περισσότερη ώρα (πχ. μαλακά αποξηραμένα φρούτα, πατατάκια), καθώς και με τη χρήση μπιμπερό στα μικρά παιδιά και τη συνεχή κατανάλωση ροφημάτων με ζάχαρη (αναψυκτικά & χυμούς).
Ποια βήματα να ακολουθήσουμε για καλύτερη στοματική υγεία;
Η συχνότητα κατανάλωσης όξινων και πλούσιων σε σάκχαρα τροφίμων επηρεάζουν τη στοματική υγεία.
✓ Είναι προτιμότερη η κατανάλωση σακχάρων μαζί με τα γεύματα, παρά ως σνακ ανάμεσα στα γεύματα, οπότε και υπάρχει μεγάλυτερη παραγωγή σιέλου, η οποία βοηθάει στην μείωση της δράσης των οξέων.
✓Είναι καλύτερο να αποφεύγουμε τη τακτική κατανάλωση τροφίμων πλούσιων σε σάκχαρα, όπως γλυκίσματα και σνακ, αναψυτκικά, χυμούς και άλλα ροφήματα με πρόσθετη ζάχαρη. Αντιθέτως, μπορουμε να επιλέξουμε ροφήματα, τσίχλες και καραμέλες χωρίς ζάχαρη.
✓Αναφορικά με τα όξινα τρόφιμα, είναι καλό να τα καταναλώνουμε μαζί με τα γεύματά μας, για την μείωση της αρνητικής επίδρασής τους στην υγεία των δοντιών μας.
Κάποια τρόφιμα έχουν ευεργετική δράση στην στοματική υγεία και είναι αποτελούν προτιμότερες επιλογές.
Το Ασβέστιο, ο Φώσφορος και οι βιταμίνες C & D αποτελούν βασικά θρεπτικά συστατικά για την υγεία των δοντιών και των ούλων.
Θρεπτικό συστατικό |
Πηγή |
Βιταμίνη C |
Φρούτα & Λαχανικά |
Βιταμίνη D |
Έκθεση στον ήλιο, μουρουνέλαιο, γάλα, σολομός, σαρδέλες, αυγό, εμπλουτισμένα τρόφιμα |
Ασβέστιο |
Γαλα, γιαούρτι, τυρί, αμύγδαλα, πράσινα φυλλώδη λαχανικά, μικρά ψάρια που τρώγονται με το κόκκαλο |
Φωσφορος |
Γαλα, γιαούρτι, τυρί, όσπρια, σολομος, κοτόπουλο, ξηροί καρποί |
Τα σκληρά φρούτα, όπως τα μήλα περιέχουν αρκετό νερό και προάγουν την παραγωγή σιέλου για τη μείωση της περιεκτικότητας των σακχάρων στο στόμα μας και μείωση της φθοράς των δοντιών. Επίσης, η κατανάλωση τυριού και άλλων γαλακτοκομικών μαζί με τα γεύματα βοηθά στην διατήρηση υψηλότερου pH στο στόμα, εμποδίζοντας ως ενα βαθμό την τερηδόνα και την διάβρωση των δοντιών.
Μη θερμιδικές γλυκαντικές ουσίες που περιέχονται σε τσίχλες χωρίς ζάχαρη φαίνεται να προστατεύουν τα δόντια μας, μέσω της μείωσης των βακτηρίων που υπάρχουν στην στοματική κοιλότητα, καθώς δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν για παραγωγή ενέργειας από τα βακτήρια και να παράξουν οξέα. Επιπλέον, πολλές τσίχλες περιέχουν το ευεργετικό φθόριο για την προστασία του σμάλτου, προκαλούν έκκριση σιέλου και απομακρύνουν υπολοίματα τροφών από τα δόντια μας.
Συνεπώς, ως σνακ τα φρούτα, τα λαχανικά, το γιαούρτι, το τυρί και οι ξηροί καρποί είναι καλές επιλογές για την υγεία των δοντιών μας, ενώ όταν καταναλώνουμε όξινα & σακχαρούχα ροφήματα μπορουμε να χρησιμοποιούμε καλαμάκι και να πίνουμε μαζί νερό.
Μια υγιεινή και ισορροπημένη διατροφή, η οποία προσφέρει επάρκεια θρεπτικών συστατικών, με χαμηλή κατανάλωση ελευθέρων σακχάρων και όξινων ροφημάτων παίζει σημαντικό ρόλο στην διαφύλαξη της στοματικής υγείας.
Πηγές
American Dental Association Nutrition and Oral Health
Υποκατάστατα γευμάτων στην απώλεια βάρους: Βοηθάνε πραγματικά;
Το υπερβάλλον σωματικό βάρος αποτελεί ένα πρόβλημα δημόσιας υγείας με όλο και περισσότερους ενήλικες και ανηλίκους να κατατάσσονται στις κλίμακες του υπέρβαρου και της παχυσαρκίας. Ένας μεγάλος αριθμός ατόμων έχει προσπαθήσει τουλάχιστον μία φορά στη ζωή του να χάσει βάρος, με διάφορους τρόπους. Ανά πάσα δεδομένη στιγμή έως το 50% των γυναικών ακολουθούν δίαιτα για απώλεια βάρους.
Διάφορα προγράμματα διατροφής έχουν μελετηθεί κατά καιρούς, ενώ ανορθόδοξοι τρόποι απώλειας βάρους κάνουν την εμφάνισή τους κατά καιρούς. Τον τελευταίο καιρό ακούγονται όλο και περισσότερο τα προγράμματα υποκατάστασης γευμάτων.
Τι είναι και πώς λειτουργούν;
Τα υποκατάστατα γευμάτων δεν είναι νέα ανακάλυψη. Στο εμπόριο υπάρχει πληθώρα τέτοιων προϊόντων, από διάφορες εταιρίες, με ποικιλία συστατικών και ισχυρισμών αποτελεσματικότητας.
Τα υποκατάστατα γευμάτων μπορεί να είναι ροφήματα, σούπες ή μπάρες, τα οποία είναι μεριδοποιημένα και συνήθως περιέχουν 200-300 θερμίδες, αρκετές πρωτεΐνες και φυτικές ίνες, ώστε να μεγιστοποιούν το αίσθημα του κορεσμού. Συνήθως αντικαθιστούν 1 με 2 ημερήσια γεύματα, ώστε να μειωθούν οι ημερήσιες θερμίδες του προσλαμβάνει το άτομο στις 1.200-1.600 θερμίδες, για να υπάρξει απώλεια βάρους.
Η έρευνα δείχνει ότι έχουν αποτέλεσμα βραχυπρόθεσμα, και αποτελούν για μερικούς ανθρώπους χρήσιμο βοήθημα στην απώλεια βάρους, όμως δεν έχουμε δεδομένα για χρήση τους εκτός μελετών, στην καθημερινότητα, όπου ο διαιτώμενος θα πρέπει να τα αγοράσει, και να επισκεφτεί διαιτολόγο-διατροφολόγο και ιατρό.
Φυσικά, δεν αποτελούν υποκατάστατο της υγιεινής διατροφής και τακτικής άσκησης, ενώ για μακροπρόθεσμα αποτελέσματα απαραίτητη είναι η αλλαγή διατροφικών συνηθειών! Τα προγράμματα αυτά επιβάλλεται να επιβλέπονται από διαιτολόγο-διατροφολόγο και ιατρό, καθώς τα προϊόντα αυτά δεν είναι πλήρη σε θρεπτικά συστατικά και ενδέχεται πέρα από παρενέργειες να οδηγήσουν σε διατροφικές ελλείψεις, ενώ δεν ενδείκνυνται για όλους!
Η υποκατάσταση των γευμάτων δεν γίνεται να συνεχίζεται επ’ αόριστον. Είναι απαραίτητος ο «απογαλακτισμός» από τα υποκατάστατα γευμάτων, έτσι ώστε το άτομο να μάθει να τρέφεται σωστά, χωρίς χρήση υποκατάστατων. Ο διαιτώμενος θα πρέπει να μάθει να ετοιμάζει και να επιλέγει υγιεινά, θρεπτικά γεύματα και σνακ, και να κινείται τακτικά.
Ποιά είναι τα αρνητικά και τα θετικά των υποκατάστατων γευμάτων;
Από τη μία τα υποκατάστατα μπορούν να βοηθήσουν άτομα που δυσκολεύονται να μετριάσουν τις μερίδες τους και τις θερμίδες που προσλαμβάνουν, ή δεν έχουν το χρόνο να ετοιμάσουν και να φάνε ένα γεύμα, ενώ είναι χορταστικά.
Από την άλλη, δεν προσφέρουν τα οφέλη υγείας που προσφέρουν τα τρόφιμα, ενώ όπως προαναφέρθηκε, τα προϊόντα αυτά δεν είναι διατροφικά πλήρη με κίνδυνο να εμφανιστούν διατροφικές ελλείψεις. Επιπλέον, η χρήση τους δεν βοηθά στην εκμάθηση δεξιοτήτων για προσκόλληση σε μια υγιεινή διατροφή. Έτσι, είναι απαραίτητη η συμβουλή διαιτολόγου-διατροφολόγου, όχι μόνο για την ορθή χρήση των υποκατάστατων, αλλά και για την αλλαγή των διατροφικών συνηθειών. Επίσης, το κόστος τους είναι αρκετά αυξημένο, ενώ η έλλειψη ποικιλίας μπορεί να οδηγήσει τον διαιτώμενο να εγκαταλείψει τη χρήση τους. Επιπροσθέτως, μπορεί να έχουν σοβαρές παρενέργειες σε άτομα με ηπατικές και νεφρικές νόσους, ενώ μπορεί να αλληλεπιδρούν με φαρμακευτική αγωγή και αντενδείκνυνται για άτομα με διατροφικές διαταραχές και θηλάζουσες. Μάλιστα, μερικές φορές τα προϊόντα αυτά πωλούνται από άτομα χωρίς επιστημονικές γνώσεις διατροφής, με τις συμβουλές που δίνονται κατά πάσα πιθανότητα να είναι μέρος του μάρκετινγκ της εταιρείας, και να μην είναι επιστημονικά τεκμηριωμένες, θέτοντας σε κίνδυνο την υγεία των καταναλωτών.
Τέλος, ένα σημαντικό μειονέκτημα είναι ότι τα προϊόντα αυτά δεν υπόκεινται σε ελέγχους από τον ΕΟΦ. Όπως όλα τα συμπληρώματα διατροφής χρειάζονται απλά αριθμό γνωστοποίησης και όχι αριθμό κυκλοφορίας. Ο αριθμός γνωστοποίησης λαμβάνεται με τη συμπλήρωση μια ηλεκτρονικής φόρμας, χωρίς να χρειάζεται να ελεγχθεί το προϊόν, ούτε να αναγραφούν όλα τα συστατικά του! Μάλιστα, πριν λίγο καιρό σε έλεγχο υποκατάστατων μιας εταιρείας, βρέθηκε να περιέχουν σιβουτραμίνη, μια φαρμακευτική ουσία που βοηθά στην απώλεια βάρους, αλλά έχει απαγορευτεί στην Ευρώπη από το 2011, λόγω σοβαρών παρενεργειών, ενώ και σε άλλο ρόφημα βρέθηκαν δύο ουσίες που δεν είναι εγκεκριμένες για ανθρώπινη χρήση. Παράλληλα, δεν ελέγχονται ούτε και οι ισχυρισμοί που κάνουν ορισμένες εταιρείες για «καύση λίπους», «αποτοξίνωση» και άλλους, οι οποίοι δεν ισχύουν για κανένα τρόφιμο ή υποκατάστατο ή συμπλήρωμα.
Για απώλεια βάρους αρκεί να τρώμε λιγότερες θερμίδες από αυτές που χρειαζόμαστε, ανεξαρτήτως σύνθεσης της διατροφής. Έτσι, λοιπόν, όλα τα προγράμματα διατροφής έχουν αποτέλεσμα βραχυπρόθεσμα, αρκεί να τηρείται το υποθερμιδικό πρόγραμμα. Τι γίνεται όμως μακροπρόθεσμα; Η έρευνα δείχνει ότι το βάρος συνήθως επανακτάται. Και αυτό γιατί οι διαιτώμενοι δεν αλλάζουν τρόπο ζωής και διατροφής!
Οι συστάσεις του National Institute for Health and Care Excellence (NICE) της Αγγλίας, λαμβάνοντας υπόψη τα επιστημονικά δεδομένα, συστήνουν τις δίαιτες πολύ χαμηλών θερμίδων μόνο σε έκτακτες περιπτώσεις (π.χ. απώλεια βάρους προ εγχείρησης) για μικρό χρονικό διάστημα με τα άτομα να βρίσκονται υπό συνεχή παρακολούθηση.
Για μακροχρόνια απώλεια βάρους το NICE συστήνει εξατομικευμένες, διατροφικές αλλαγές, που οδηγούν σε απώλεια βάρους, με ευελιξία, χωρίς να χρησιμοποιούνται περιοριστικά και μη ισορροπημένα προγράμματα διατροφής, καθώς δεν έχουν μακροπρόθεσμο αποτέλεσμα, και μπορεί να είναι επιβλαβή. Εξάλλου, η βελτίωση της διατροφής, ακόμη και αν δεν υπάρξει απώλεια σωματικού βάρους, είναι ευεργετική, καθώς επιφέρει οφέλη για την υγεία! Μάλιστα, προτείνεται η απώλεια βάρους με ρυθμό 600 γραμμάρια την εβδομάδα!
Αν επιλέξετε ένα τέτοιο πρόγραμμα μην ξεχνάτε ότι είναι απαραίτητο να συμβουλευτείτε τον ιατρό αν ενδείκνυται να το ξεκινήσετε, και να ζητήστε τη βοήθεια του διαιτολόγου-διατροφολόγου, ώστε να σας κατευθύνει στην κατάρτιση ενός εξατομικευμένου πλήρους προγράμματος διατροφής και να σας βοηθήσει στην σταδιακή αλλαγή διατροφικών συνηθειών!
Πώς θα ξεχωρίστε μια παράδοξη δίαιτα; Διαβάστε εδώ!