Φυτοφαγία: τι πρέπει να προσέχουμε
Η φυτοφαγία είναι ένας τρόπος διατροφής, με ποικιλία στις διαιτητικές επιλογές των ατόμων που την ακολουθούν. Υπάρχουν φυτοφάγοι που αποκλείουν το κόκκινο κρέας από τη διατροφή τους, εκείνοι που από τα ζωικά προϊόντα καταναλώνουν μόνο τα γαλακτοκομικά προϊόντα και τα αβγά, ή μια από τις δύο ομάδες, ενώ υπάρχουν και οι vegans ή καθαροί φυτοφάγοι που απέχουν από την κατανάλωση όλων των ζωικών προϊόντων τόσο στη διατροφή όσο και στην ένδυση και προσωπική υγιεινή.
Ακόμη, υπάρχουν και άλλες ομάδες φυτοφάγων, λιγότερο διαδεδομένων διατητικών συνηθειών.
Μία μη καλά μελετημένη φυτοφαγική διατροφή, με έλλειψη ποικιλίας τροφίμων, μπορεί να οδηγήσει σε διατροφικές ελλείψεις. Η βιταμίνη Β12, ο σίδηρος και τα ω-3 λιπαρά οξέα είναι μερικά θρεπτικά συστατικά που λείπουν από τα τρόφιμα μη ζωικής προέλευσης, ενώ η χαμηλή ενεργειακή πυκνότητα των τροφίμων μπορεί να οδηγήσει σε υποθρεψία μικρά παιδιά.
Επιπλέον, ο μη-αιμικός σίδηρος φυτικών τροφίμων είναι λιγότερο βιοδιαθέσιμος, επομένως υπάρχει κίνδυνος αναιμίας. Μάλιστα, μεγάλη προσοχή πρέπει να δοθεί κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, όπου έλλειψη σιδήρου μπορεί να οδηγήσει σε χαμηλό βάρος γέννησης και κίνδυνο υπέρτασης στο παιδί.
Ειδικά σε περίπτωση αποφυγής γαλακτοκομικών η πρόσληψη ασβεστίου είναι επίσης χαμηλή, ενώ σε συνδυασμό με μη επεξεργασμένα δημητριακά που είναι υψηλά σε φυτικό οξύ, δυσχεραίνεται η απορρόφηση του ασβεστίου, με αποτέλεσμα αύξηση του κινδύνου για ραχίτιδα και οστεομαλακία. Επιπλέον, η βιολογική αξία των πρωτεϊνών φυτικής προέλευσης είναι χαμηλότερη από της ζωικής προέλευσης, με αποτέλεσμα την έλλειψη απαραίτητων αμινοξέων.
Πώς μπορούμε να αποφύγουμε τα παραπάνω;
Μια υγιεινή διατροφή, με ποικιλία τροφίμων, σωστούς συνδυασμούς και επιλογές τροφίμων μπορεί να βοηθήσει. Καλές πηγές βιταμίνης Β12 για φυτοφάγους αποτελούν τα αβγά, το γάλα, το τυρί και κάποια εμπλουτισμένα δημητριακά και φυτικά γάλατα.
Όσον αφορά τη βιταμίνη D, συντίθεται στο σώμα μας με τη βοήθεια του ήλιου, ενώ πρόδρομες ενώσεις της βρίσκονται και σε ορισμένα τρόφιμα όπως τα αβγά και εμπλουτισμένα τρόφιμα. Αναφορικά με το ασβέστιο, πολλά φυτικά γάλατα και άλλα τρόφιμα έχουν πλέον εμπλουτιστεί με ασβέστιο, ενώ σκούρα πράσινα λαχανικά (π.χ. μπρόκολο, λαχανίδα), ξηροί καρποί και φασόλια περιέχουν ασβέστιο.
Η έλλειψη σιδήρου αποτελεί την πιο συχνή έλλειψη θρεπτικού συστατικού. Τα φασόλια και τα όσπρια, οι ξηροί καρποί, τα εμπλουτισμένα δημητριακά και άλλα εμπλουτισμένα προϊόντα, το τόφου και τα σκούρα πράσινα φυλλώδη λαχανικά αποτελούν πηγές σιδήρου.
Συνοδέψτε τα τρόφιμα αυτά με πηγές βιταμίνης C, όπως λεμόνι, πορτοκάλι, φράουλες, και πιπεριές για καλύτερη απορρόφηση του μη-αιμικού σιδήρου.
Τα ω-3 λιπαρά οξέα είναι απαραίτητα για τον οργανισμό μας. Δίαιτες που δεν περιέχουν ψάρι και αβγά είναι χαμηλές σε ω-3 λιπαρά οξέα. Προτιμήστε λιναρόσπορο, chia seeds, σόγια και τα εμπλουτισμένα προϊόντα με ω-3 λιπαρά οξέα.
Τέλος, η πρόσληψη επαρκούς ποσότητας και ποιότητας πρωτεΐνης είναι βαρυσήμαντη. Γενικά, σπάνια η πρόσληψή της δεν επαρκεί, αλλά ιδιαίτερη σημασία πρέπει να δοθεί στη βιολογική αξία των προσλαμβανόμενων πρωτεϊνών.
Τα φασόλια, το όσπρια, τα αβγά, η σόγια και το τόφου και οι ξηροί καρποί είναι καλές πηγές πρωτεϊνών. Όμως, δεν περιέχουν όλα τα απαραίτητα αμινοξέα σε κατάλληλες ποσότητες. Γι’ αυτό είναι καλό να συνδυάζονται με άλλα δημητριακά (πχ. όπως το φακόρυζο, φασόλια και ψωμί) για τη βελτίωση της βιολογικής αξίας του γεύματος και την πρόσληψη περισσότερων αμινοξέων.
Δεν υπάρχει κάποιο τρόφιμο φυτικής ή ζωικής προέλευσης που να αποδίδει όλα τα θρεπτικά συστατικά που χρειάζεται ο οργανισμός μας.
Η ποικιλία τροφίμων, μαζί με την προτίμηση σε εμπλουτισμένα τρόφιμα και λήψη συμπληρωμάτων διατροφής, σε περίπτωση έλλειψης θρεπτικών συστατικών, μπορούν να βοηθήσουν σε μια ισορροπημένη φυτοφαγική διατροφή.
Διατροφή στις Ιδιοπαθείς Φλεγμονώδεις Νόσους Εντέρου Μέρος Α΄
Οι Ιδιοπαθείς Φλεγμονώδεις Νόσοι Εντέρου ή συνοπτικά ΙΦΝΕ είναι οι χρόνιες αυτοάνοσοι νόσοι Εκλώδης Κολίτιδα και Νόσος Crohn. Δεν πρέπει να συγχέονται με το Σύνδρομο Ευερέθιστου Εντέρου ή τη σπαστική κολίτιδα.
Οι ΙΦΝΕ χαρακτηρίζονται από υφέσεις και εξάρσεις. Η εκλώδης κολίτιδα προσβάλλει μόνο το παχύ έντερο, ενώ η νόσος Crohn μπορεί να προσβάλει το λεπτό ή το παχύ έντερο ή και τα δύο. Στην ελκώδη κολίτιδα προσβάλλεται ο βλεννογόνος του εντέρου, με συνεχή φλεγμονή, ενώ στη νόσο Crohn η φλεγμονή είναι ανομοιόμορφη, και προσβάλει όλο το πάχος του εντέρου. Αναφορικά με τα συμπτώματα, διάρροια με αίμα παρατηρείται στην ελκώδη κολίτιδα, ενώ η νόσος Crohn εμφανίζεται με πόνο, διάρροια, πυρετό, απώλεια βάρους και υποθρεψία.
Η αιτιολογία και η παθογένεια των ΙΦΝΕ δεν είναι καλά αναπτυγμένες στη βιβλιογραφία. Γενετικοί παράγοντες και το περιβάλλον παίζουν ρόλο στην εμφάνιση των νόσων. Περί τα 100 γονίδια έχουν αναγνωριστεί ότι αυξάνουν τον κίνδυνο εμφάνισης ΙΦΝΕ, ενώ τα αυξανόμενα ποσοστά που παρατηρούνται σε πρόσφατα αναπτυγμένες και ανεπτυγμένες χώρες, υποδεικνύει και επίδραση από τον τρόπο ζωής. Το κάπνισμα, η κατάχρηση αντιβιοτικών, και η διατροφή ενδέχεται να είναι αντιστρέψιμοι παράγοντες κινδύνου για την εμφάνιση της Νόσου Crohn και της Ελκώδους Κολίτιδας.
Η διατροφή φαίνεται να παίζει ρόλο στην εμφάνιση της νόσου και έχει μελετηθεί εκτενώς.
Άτομα με διατροφή «Δυτικού τύπου», δηλαδή με αυξημένη κατανάλωση γρήγορου φαγητού, υψηλότερη κατανάλωση ελευθέρων σακχάρων, και χαμηλή πρόσληψη φυτικών ινών φαίνεται να έχουν υψηλότερη εμφάνιση ΙΦΝΕ. Η χλωρίδα του εντέρου επίσης φαίνεται να παίζει ρόλο στην παθογένεια, ενώ η Δυτικού τύπου διατροφή φαίνεται να αλλάζει τη σύσταση του μικροβιώματος του εντέρου, με αρνητική επίδραση στη λειτουργία του εντέρου.
Μάλιστα, η υψηλότερη κατανάλωση κορεσμένων, πολυακόρεστων, και ω-6 λιπαρών και αυξημένη κατανάλωση κρέατος σχετίστηκε με αυξημένο κίνδυνο για Νόσο Crohn, ενώ η αυξημένη κατανάλωση λίπους και πολυακόρεστων, και ω-6 λιπαρών σχετίστηκε με μεγαλύτερο κίνδυνο εμφάνισης Ελκώδους Κολίτιδας. Χαμηλή πρόσληψη ω-3 λιπαρών οξέων και υψηλή κατανάλωση ω-6 λιπαρών οξέων επίσης σχετίστηκε με γενικώς αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης ΙΦΝΕ. Ενδέχεται τα λιπαρά να διέπουν την ανοσολογική απόκριση και να αλλάζουν το μικροβίωμα του εντέρου.
Υψηλή κατανάλωση φυτικών ινών, και ειδικά διαλυτών φυτικών ινών, όπως φρούτα και λαχανικά σχετίζεται με χαμηλότερο κίνδυνο εμφάνισης ΙΦΝΕ. Γενικά, η κατανάλωση φρούτων και λαχανικών έχει ευεργετική επίδραση στην πρόληψη των Ιδιοπαθών Φλεγμονοδών Νόσων Εντέρου.
Η βιταμίνη D επίσης φαίνεται να παίζει σημαντικό ρόλο. Η διάγνωση έλλειψης βιταμίνης D είναι συχνή σε νεο-διαγνωσμένους ασθενείς, σε σχέση με το γενικό πληθυσμό, ενώ αυξημένη πρόσληψη βιταμίνης D φαίνεται να προστατεύει από τη Νόσο Crohn. Η υψηλή πρόσληψη ψευδαργύρου επίσης έχει συσχετιστεί με χαμηλότερο κίνδυνο εμφάνισης Νόσου Crohn.
Συνοπτικά, θα λέγαμε ότι μια διατροφή πλούσια σε φρούτα και λαχανικά, πλούσια σε ω-3 λιπαρά, και χαμηλή σε ω-6 λιπαρά έχει προστατευτική δράση ενάντια στην εμφάνιση των ΙΦΝΕ. Εφόσον, η διατροφή είναι ένας αναστρέψιμος παράγοντας κινδύνου, και βοηθά στην πρόληψη των επίπονων αυτών νόσων είναι σημαντικό να λαμβάνεται υπ’ όψιν, ειδικά από άτομα με γενετική προδιάθεση και οικογενειακό ιστορικό.
Adherence to Mediterranean Diet and Nutritional Status in Women with Breast Cancer: What Is Their Impact on Disease Progression and Recurrence-Free Patients’ Survival?
Mantzorou M, Tolia M, Poultsidi A, Vasios GK, Papandreou D, Theocharis S, Kavantzas N, Troumbis AY, Giaginis C. Adherence to Mediterranean Diet and Nutritional Status in Women with Breast Cancer: What Is Their Impact on Disease Progression and Recurrence-Free Patients’ Survival? Current Oncology. 2022; 29(10):7482-7497. https://doi.org/10.3390/curroncol29100589
Introduction: Nutritional status impacts the survival of patients with cancer. There are few studies that investigate the role of nutritional status on breast cancer survival in women with breast cancer, and even fewer regarding the impact of adhering to the Mediterranean diet (MD). The present study aims to assess the nutritional status, MD adherence, physical activity levels and health-related quality of life (HRQOL) in women diagnosed with breast cancer and evaluate these parameters regarding recurrence-free survival. Methods: A total of 114 women, aged 35–87 years old, diagnosed with breast cancer in Larissa, Greece, participated in the study. Tumor histopathology was reported, and anthropometric indices were measured by a trained nurse, while questionnaires regarding nutritional status (via mini nutritional assessment), HRQOL via EORTC QLQ-C30, physical activity levels via IPAQ and Mediterranean diet adherence via MedDietScore were administered. The participants were followed-up for a maximum time interval of 42 months or until recurrence occurred. Results: A total of 74% of patients were overweight or obese, while 4% of women were undernourished, and 28% were at risk of malnutrition. After 42 months of follow-up, 22 patients (19.3%) had relapsed. The median time to recurrence was 38 months (IQR: 33–40 months) and ranged between 23 to 42 months. Higher levels of MD adherence were significantly associated with lower body mass index (BMI) values, earlier disease stage, smaller tumor size, absence of lymph node metastases and better physical activity levels (p < 0.05). Normal nutritional status was significantly associated with higher BMI values and better health-related quality of life (p ≤ 0.05). In univariate analysis, patients with higher levels of MD adherence and well-nourished patients had significantly longer recurrence-free survival (p < 0.05). In multivariate analysis, MD adherence and nutritional status were independently associated with recurrence-free patients’ survival after adjustment for several confounding factors (p < 0.05). Conclusions: The impact of MD on time to recurrence is still under investigation, and future interventional studies need to focus on the role of adhering to the MD before and after therapy in survival and breast cancer progression. Furthermore, the present study also highlights the importance of an adequate nutritional status on disease progression, and the need for nutritional assessment, education and intervention in women with breast cancer.
H υιοθέτηση της Μεσογειακής Διατροφής και της κατάστασης θρέψης σε γυναίκες με καρκίνο του μαστού: Ποιος είναι ο αντίκτυπός τους στην εξέλιξη της νόσου και στην επιβίωση των ασθενών χωρίς υποτροπές;
Ο καρκίνος, μια ομάδα νόσων που ολοένα και περισσότερο διαγιγνώσκεται, μπορεί να προληφθεί ως έναν σημαντικό βαθμό, με την υιοθέτηση ενός υγιεινού τρόπου ζωής, με υγιεινή διατροφή, διακοπή καπνίσματος, και τακτική φυσική δραστηριότητα. Ο καρκίνος του μαστού χτυπάει την πόρτα σε ολοένα και περισσότερες γυναίκες, ενώ χάρη στην πρόοδο των επιστημών, σήμερα έχουμε τη δυνατότητα έγκαιρης διάγνωσης και αποτελεσματικότερης θεραπείας. Σύμφωνα με την American Cancer Society, η πενταετή επιβίωση από τον καρκίνο του μαστού είναι στο 90% για όλα τα στάδια της νόσου.
Η Μεσογειακή Διατροφή αποτελεί εργαλείο στην πρόληψη διάφορων μορφών καρκίνου, συμπεριλαμβανομένου και του καρκίνου του μαστού, όμως οι έρευνες γύρω από την επίδραση αυτού του προτύπου διατροφής στην επιβίωση των ασθενών είναι λιγοστές. Μια νέα Ελληνική μελέτη, σε 114 γυναίκες που διήρκησε 3 έτη, ανέδειξε την σημαντικότητα της Μεσογειακής Διατροφής στην καθυστέρηση εμφάνισης υποτροπής μετά από τη διάγνωση και τη θεραπεία του καρκίνου του μαστού, αλλά και το ρόλο που παίζει η κατάσταση θρέψης και ο Δείκτης Μάζας Σώματος στην επιβίωση χωρίς υποτροπή.
Συγκεκριμένα, η χαμηλή προσκόλληση στο διατροφικό πρότυπο της Μεσογειακής Διατροφής σχετίστηκε με χειρότερη κατάσταση θρέψης, αλλά με και συντομότερο χρόνο μέχρι την υποτροπή της νόσου. Επιπλέον, συντομότερος χρόνος μέχρι την υποτροπή παρατηρήθηκε σε γυναίκες με υψηλότερο βάρος για το ύψος τους (Δείκτη Μάζας Σώματος), με χαμηλότερη ποιότητα ζωής και χαμηλότερα επίπεδα φυσικής δραστηριότητας. Δηλαδή, γυναίκες με υψηλό βάρος, και χαμηλή προσκόλληση στη Μεσογειακή διατροφή και χαμηλά επίπεδα φυσικής δραστηριότητας εμφάνιζαν νωρίτερα υποτροπή της νόσου, σε σχέση με γυναίκες με φυσιολογικό βάρος, υψηλή προσκόλληση στη Μεσογειακή Διατροφή και υψηλότερη φυσική δραστηριότητα.
Η μελέτη αυτή έρχεται να ισχυροποιήσει δεδομένα γνωστά από τη βιβλιογραφία σχετικά με το πόσο σημαντική είναι η διασφάλιση μιας καλής θρέψης στον καρκίνο του μαστού, ακόμη και σε γυναίκες με υπερβάλλον σωματικό βάρος, ενώ αναδεικνύει και την ανάγκη για ενημέρωση του κοινού σχετικά με τα οφέλη της διατήρησης ενός υγιούς βάρους, μιας υγιεινής διατροφής και της τακτικής άσκησης για την εξέλιξη της νόσου.
Δυστυχώς στη χώρα μας, απομακρυνόμαστε από το πρότυπο της Μεσογειακής Διατροφής, με αρνητικές επιδράσεις στην υγεία, στο επίπεδο της πρόληψης, αλλά και της αντιμετώπισης χρόνιων νόσων. Η Μεσογειακή Διατροφή, όπως κάθε πρότυπο υγιεινής διατροφής χαρακτηρίζονται από χρώμα και γεύση, και όχι από περιορισμούς και απαγορεύσεις. Η Μεσογειακή Διατροφή εκπροσωπείται από τα προϊόντα ολικής άλεσης, τα φρούτα και τα λαχανικά, το εξαιρετικά παρθένο ελαιόλαδο, τα γαλακτοκομικά, το ψάρι και τα όσπρια. Πλέον, υπάρχει πληθώρα εύκολων συνταγών που όλοι μπορούμε να βάλουμε στην καθημερινότητά μας, και να θρέψουμε και να θωρακίσουμε τον οργανισμό μας.
Το άρθρο είναι ελεύθερο προς ανάγνωση στη σελίδα του επιστημονικού περιοδικού εδώ. Τα πνευματικά δικαιώματα ανήκουν στους συγγραφείς.
Τα βασικά της ενυδάτωσης
Το νερό είναι απαραίτητο για τη διατήρηση μας στη ζωή, καθώς έχει βαρυσήμαντο ρόλο στον μεταβολισμό των κυττάρων, τη μεταφορά των θρεπτικών συστατικών και του οξυγόνου στους ιστούς, στην αποβολή των άχρηστων προΐόντων του μεταβολισμού, στην ενυδάτωση των αρθρώσεων, στην προστασία του εγκεφάλου, της σπονδυλικής στήλης και των εμβρύων (μέσω αμνιακού υγρού) από τους κραδασμούς και στη διατήρηση της θερμοκρασίας του σώματος.
Επομένως, σε περίπτωση αφυδάτωσης, λόγω μειωμένης πρόσληψης ή μη κάλυψης των αυξημένων αναγκών σε υγρά ο οργανισμός μας επιβαρύνεται ιδιαιτέρως. Τα συμπτώματα ποικίλουν από ζαλάδες και αίσθημα αδυναμίας εως ξηροστομία, ταχυκαρδία, χαμηλή παραγωγή ούρων και διαταραγμένη φυσική και νοητική κατάσταση!
Η ενυδάτωση σχετίζεται και με χρόνιες νόσους! Η επαρκής ενυδάτωση του οργανισμού σχετίζεται με χαμηλότερο κίνδυνο ουρολιθίασης, και βρογχοπνευμονικων διαταραχών, καθώς και διαβητικής υπεργλυκαιμίας και κετοξεωσης, μεταξύ άλλων.
Αναφορικά με την απώλεια βάρους, φαίνεται ότι όταν το νερό αντικαθιστά άλλα υγρά όπως αναψυκτικά, χυμούς & γάλα, μειώνεται η ενεργειακή πρόσληψη.
Για την πρόληψη της αφυδάτωσης, λοιπόν, θα πρέπει να προσλαμβάνουμε επαρκή ποσότητα υγρών! Το σώμα μας τους θερινούς μήνες αποβάλλει μεγαλύτερες ποσότητες υγρών για την διατήρηση της θερμοκρασίας μας σταθερή, επομένως είναι αναγκαία η κάλυψη των επιπλέον αναγκών!
Πώς θα καλύψουμε τις ανάγκες μας σε υγρά;
Οι ανάγκες μας σε υγρά κατά το 80% καλύπτονται από υγρά (νερό, χυμοί, τσάι) και το 20% από τρόφιμα που καταναλώνουμε, όπως φρούτα, λαχανικά, και γιαούρτι!
- Συστήνεται η πρόσληψη τουλάχιστον 6-8 ποτηριών υγρών την ημέρα (γενική οδηγία), με έμφαση στο νερό. Ο καλύτερος τρόπος να βεβαιωθούμε οτι είμαστε ενυδατωμένοι είναι το ανοιχτό χρώμα των ούρων! Εάν το προτιμάτε, μπορείτε να δώσετε γεύση στο νερό βάζοντας στο μπουκάλι ή την κανάτα σας κομμένο αγγούρι, λεμόνι, δυόσμο, μέντα και άλλα φρούτα και μυρωδικά της αρεσκείας σας. Αυτό το τρικ μπορεί να σας βοηθήσει να πιείτε επιπλέον νερό, ενώ όταν έχουμε μαζί μας ένα μπουκαλάκι νερό, είναι πιο δύσκολο να ξεχάσουμε να πιούμε!
- Τα φρούτα και τα λαχανικά είναι πηγές νερού, καθώς περιέχουν κατά 70-90% νερό! Συστήνεται η κατανάλωση τουλάχιστον 5 μερίδων φρούτων & λαχανικών την ημέρα.
- Η μείωση των απωλειών των υγρών επίσης είναι σημαντική. Τα αλκοολούχα ποτά, αν και υγρά, αφυδατώνουν τον οργανισμό, επομένως είναι συνετό να περιορίζεται η κατανάλωσή τους και να συνοδεύονται με νερό!
Έχετε μετρήσει το βασικό μεταβολικό ρυθμό σας; Διαβάστε περισσότερα εδώ!
Ειναι σημαντικό να πίνουμε υγρά καθ όλη τη διάρκεια της ημέρας και όχι με τη μια, καθώς το σώμα λόγω ομοιόστασης θα αποβάλλει την περίσσεια υγρών!
Τι άλλο ρόφημα μετράει στα υγρά;
Πέρα από το νερό στα υγρά ανήκουν το ανθρακούχο νερό, το τσάι και τα ροφήματα, ο καφές, το γάλα, οι σούπες, οι χυμοί (επιλέξτε πιο σπάνια) και τα αναψυκτικά (επιλέξτε πιο σπάνια, και εκείνα χωρίς ζάχαρη) και μπορούν να βοηθήσουν στην κάλυψη των αναγκών! Αν και ο καφές και το τσάι έχουν ήπια διουρητική δράση, αυτή είναι παροδική και δεν οδηγεί σε αφυδάτωση, αν η κατανάλωσή τους δεν είναι υπερβολική!
Πηγές: