Φυτοφαγία: τι πρέπει να προσέχουμε
Η φυτοφαγία είναι ένας τρόπος διατροφής, με ποικιλία στις διαιτητικές επιλογές των ατόμων που την ακολουθούν. Υπάρχουν φυτοφάγοι που αποκλείουν το κόκκινο κρέας από τη διατροφή τους, εκείνοι που από τα ζωικά προϊόντα καταναλώνουν μόνο τα γαλακτοκομικά προϊόντα και τα αβγά, ή μια από τις δύο ομάδες, ενώ υπάρχουν και οι vegans ή καθαροί φυτοφάγοι που απέχουν από την κατανάλωση όλων των ζωικών προϊόντων τόσο στη διατροφή όσο και στην ένδυση και προσωπική υγιεινή.
Ακόμη, υπάρχουν και άλλες ομάδες φυτοφάγων, λιγότερο διαδεδομένων διατητικών συνηθειών.
Μία μη καλά μελετημένη φυτοφαγική διατροφή, με έλλειψη ποικιλίας τροφίμων, μπορεί να οδηγήσει σε διατροφικές ελλείψεις. Η βιταμίνη Β12, ο σίδηρος και τα ω-3 λιπαρά οξέα είναι μερικά θρεπτικά συστατικά που λείπουν από τα τρόφιμα μη ζωικής προέλευσης, ενώ η χαμηλή ενεργειακή πυκνότητα των τροφίμων μπορεί να οδηγήσει σε υποθρεψία μικρά παιδιά.
Επιπλέον, ο μη-αιμικός σίδηρος φυτικών τροφίμων είναι λιγότερο βιοδιαθέσιμος, επομένως υπάρχει κίνδυνος αναιμίας. Μάλιστα, μεγάλη προσοχή πρέπει να δοθεί κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, όπου έλλειψη σιδήρου μπορεί να οδηγήσει σε χαμηλό βάρος γέννησης και κίνδυνο υπέρτασης στο παιδί.
Ειδικά σε περίπτωση αποφυγής γαλακτοκομικών η πρόσληψη ασβεστίου είναι επίσης χαμηλή, ενώ σε συνδυασμό με μη επεξεργασμένα δημητριακά που είναι υψηλά σε φυτικό οξύ, δυσχεραίνεται η απορρόφηση του ασβεστίου, με αποτέλεσμα αύξηση του κινδύνου για ραχίτιδα και οστεομαλακία. Επιπλέον, η βιολογική αξία των πρωτεϊνών φυτικής προέλευσης είναι χαμηλότερη από της ζωικής προέλευσης, με αποτέλεσμα την έλλειψη απαραίτητων αμινοξέων.
Πώς μπορούμε να αποφύγουμε τα παραπάνω;
Μια υγιεινή διατροφή, με ποικιλία τροφίμων, σωστούς συνδυασμούς και επιλογές τροφίμων μπορεί να βοηθήσει. Καλές πηγές βιταμίνης Β12 για φυτοφάγους αποτελούν τα αβγά, το γάλα, το τυρί και κάποια εμπλουτισμένα δημητριακά και φυτικά γάλατα.
Όσον αφορά τη βιταμίνη D, συντίθεται στο σώμα μας με τη βοήθεια του ήλιου, ενώ πρόδρομες ενώσεις της βρίσκονται και σε ορισμένα τρόφιμα όπως τα αβγά και εμπλουτισμένα τρόφιμα. Αναφορικά με το ασβέστιο, πολλά φυτικά γάλατα και άλλα τρόφιμα έχουν πλέον εμπλουτιστεί με ασβέστιο, ενώ σκούρα πράσινα λαχανικά (π.χ. μπρόκολο, λαχανίδα), ξηροί καρποί και φασόλια περιέχουν ασβέστιο.
Η έλλειψη σιδήρου αποτελεί την πιο συχνή έλλειψη θρεπτικού συστατικού. Τα φασόλια και τα όσπρια, οι ξηροί καρποί, τα εμπλουτισμένα δημητριακά και άλλα εμπλουτισμένα προϊόντα, το τόφου και τα σκούρα πράσινα φυλλώδη λαχανικά αποτελούν πηγές σιδήρου.
Συνοδέψτε τα τρόφιμα αυτά με πηγές βιταμίνης C, όπως λεμόνι, πορτοκάλι, φράουλες, και πιπεριές για καλύτερη απορρόφηση του μη-αιμικού σιδήρου.
Τα ω-3 λιπαρά οξέα είναι απαραίτητα για τον οργανισμό μας. Δίαιτες που δεν περιέχουν ψάρι και αβγά είναι χαμηλές σε ω-3 λιπαρά οξέα. Προτιμήστε λιναρόσπορο, chia seeds, σόγια και τα εμπλουτισμένα προϊόντα με ω-3 λιπαρά οξέα.
Τέλος, η πρόσληψη επαρκούς ποσότητας και ποιότητας πρωτεΐνης είναι βαρυσήμαντη. Γενικά, σπάνια η πρόσληψή της δεν επαρκεί, αλλά ιδιαίτερη σημασία πρέπει να δοθεί στη βιολογική αξία των προσλαμβανόμενων πρωτεϊνών.
Τα φασόλια, το όσπρια, τα αβγά, η σόγια και το τόφου και οι ξηροί καρποί είναι καλές πηγές πρωτεϊνών. Όμως, δεν περιέχουν όλα τα απαραίτητα αμινοξέα σε κατάλληλες ποσότητες. Γι’ αυτό είναι καλό να συνδυάζονται με άλλα δημητριακά (πχ. όπως το φακόρυζο, φασόλια και ψωμί) για τη βελτίωση της βιολογικής αξίας του γεύματος και την πρόσληψη περισσότερων αμινοξέων.
Δεν υπάρχει κάποιο τρόφιμο φυτικής ή ζωικής προέλευσης που να αποδίδει όλα τα θρεπτικά συστατικά που χρειάζεται ο οργανισμός μας.
Η ποικιλία τροφίμων, μαζί με την προτίμηση σε εμπλουτισμένα τρόφιμα και λήψη συμπληρωμάτων διατροφής, σε περίπτωση έλλειψης θρεπτικών συστατικών, μπορούν να βοηθήσουν σε μια ισορροπημένη φυτοφαγική διατροφή.
Ποιοί οι κίνδυνοι του να εμπιστευόμαστε τη διατροφή μας σε μη ειδικούς;
Το διαδίκτυο είναι γεμάτο με πληροφορίες γύρω από τη διατροφή, έτοιμα προγράμματα απώλειας βάρους με παράξενους και άχρηστους κανόνες, ενώ θα βρούμε και πληθώρα ατόμων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης που δίνουν μη έγκυρες συμβουλές διατροφής. Εκτός διαδικτύου σε περιοδικά θα διαβάσουμε τι συστήνουν να τρώμε άτομα που ουδεμία σχέση έχουν με την επιστήμη της διαιτολογίας-διατροφής. Παράλληλα, ολοένα και αυξάνονται εκείνοι που παριστάνουν τους (πτυχιούχους και αδειούχους) διαιτολόγους-διατροφολόγους ή παρουσιάζονται ως ειδικοί υγείας και διατροφής, δίνοντας επικίνδυνα μη έγκυρες συμβουλές, και κάνουν ισχυρισμούς που δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα και τον τρόπο λειτουργίας του σώματός μας.
Και ενώ έχουμε αναλύσει σε προηγούμενα κείμενα τη σημαντικότητα του να εμπιστευόμαστε τους ειδικούς για κάθε τι, συνοπτικά θα έλεγα ότι στην εποχή μας οι επιστήμες έχουν εξελιχθεί και εξελίσσονται πάρα πολύ γρήγορα με αποτέλεσμα να είναι απαραίτητη τη εξειδίκευση. Επιπλέον, όπως δεν θα πηγαίναμε στον ορθοπεδικό για τη μυωπία μας, ή σε έναν δάσκαλο για να μας σχεδιάσει το σπίτι μας, έτσι και για τη διατροφή μας είναι απαραίτητο έως αυτονόητο να εμπιστευτούμε αποκλειστικά και μόνο τους αδειούχους διαιτολόγους-διατροφολόγους.
Ποιοί είναι όμως οι κίνδυνοι του να εμπιστευτούμε τη διατροφή μας σε κάποιον που δεν έχει διαπιστευμένη και επιστημονική γνώση της επιστήμης της διαιτολογίας;
Η συντριπτική πλειοψηφία των πληροφοριών που βρίσκουμε στο διαδίκτυο και δεν προέρχεται από ειδικούς δεν είναι έγκυρη! Το γεγονός αυτό επηρεάζει αρνητικά την σωματική και ψυχική υγεία μας άμεσα, ειδικά σε περίπτωση που συνυπάρχει και πρόβλημα υγείας. Η αντιμετώπιση αρκετών χρόνιων νόσων σχετίζεται με διατροφή, είτε μέσω τροποποίησης της διατροφής, σύμφωνα με συγκεκριμένες οδηγίες οργανισμών πχ. σε νεφροπαθείς, είτε με διατροφική υποστήριξη πχ. για την πρόληψη ή την αντιμετώπιση της υποθρεψίας και της καρκινικής καχεξίας σε καρκινοπαθείς.
Επιπλέον, συχνά συστήνεται άσκοπη απαγόρευση τροφίμων ή και ολόκληρων ομάδων τροφίμων από τη διατροφή, με αποτέλεσμα τη μείωση της ποιότητας της διατροφής μας, πέρα από τη δυνητικά επικίνδυνη ταλαιπωρία του οργανισμού μας. Για παράδειγμα, η αποφυγή της γλουτένης χωρίς την ύπαρξη κοιλιοκάκης έχει όχι μόνο οικονομικό κόστος, καθώς τα προϊόντα χωρίς γλουτένη είναι ακριβά, αλλά έχει και κόστος στην υγεία μας, καθώς τα έτοιμα προϊόντα χωρίς γλουτένη είναι πιο πυκνά θερμιδικά, με περισσότερα λιπαρά και κορεσμένα λιπαρά, ενώ πολλά τρόφιμα που περιέχουν γλουτένη είναι αρκετά θρεπτικά και πηγές φυτικών ινών!
Επίσης, η προσκόλληση σε μη έγκυρες συμβουλές και περιορισμούς που δεν έχουν τεκμηριωμένη επιστημονική βάση, όπως για παράδειγμα η απαγόρευση της κατανάλωσης πρωτεΐνης και υδατανθράκων στο ίδιο γεύμα, ή η απαγόρευση ολόκληρων ομάδων τροφίμων επιδρούν αρνητικά όχι μόνο στη σωματική, αλλά και στην ψυχική μας υγεία και στη σχέση μας με το φαγητό, καθώς και να αυξηθεί ο κίνδυνος για διατροφικές διαταραχές! Ειδικά οι έφηβοι είναι πιο επιρρεπείς! Ας μην ξεχνάμε το πρόσφατο παράδειγμα της ορθορεξίας, της διατροφικής διαταραχής όπου τα άτομα έχουν εμμονή με την κατανάλωση των τροφίμων που θεωρούν υγιεινά και την εμμονική αποφυγή των τροφίμων που θεωρούν ανθυγιεινά. Η αύξηση της διατροφικής διαταραχής σχετίζεται με το κίνημα του clean eating (καθαρή διατροφή) που ξεκίνησε από food bloggers και ιστολόγια ατόμων χωρίς εκπαίδευση πάνω στη διαιτολογία!
Τέλος, πάρα πολλές φορές επηρεάζουμε και τους γύρω μας με τις δικές μας διατροφικές επιλογές, ειδικά αν τονίσουμε -ακόμη και χωρίς τεκμηρίωση- πόσο καλό ή κακό κάνει στον οργανισμό μας ένα τρόφιμο.
Καθένας από εμάς είναι ελεύθερος να παραθέτει τη γνώμη του. Το πρόβλημα έγκειται στο γεγονός ότι πλέον καθένας μπορεί να παραθέτει τη γνώμη του ως ισχυρισμό, χωρίς να χρειάζεται να την τεκμηριώνει ή τεκμηριώνοντάς την με μεροληπτική επιλογή πηγών. Δηλαδή, πολλές φορές θα διαβάσουμε άρθρα και ισχυρισμούς ατόμων που επιλέγουν να παραθέτουν μελέτες ή βιβλία ή κείμενα που συμφωνούν με τα δικά τους πιστεύω, ενώ στην πραγματικότητα, τα επιχειρήματά τους έχουν καταριφθεί από την επιστήμη! Ο σκοπός των ατόμων αυτών είναι είτε το οικονομικό όφελος, ή απλώς η ενημέρωση του κοινού, με ευγενή μεν σκοπό, αλλά με άκρως επικίνδυνο για την υγεία αποτέλεσμα!
Δώστε πολύ μεγάλη προσοχή σε ποιόν εμπιστεύεστε την υγεία και τη διατροφή σας!
Μόνο οι αδειούχοι διαιτολόγοι-διατροφολόγοι (απόφοιτοι Χαροκοπείου, ΤΕΙ, αναγνωρισμένων ιδρυμάτων του εξωτερικού) είναι οι ειδικοί για τη διατροφή και τη διατροφική υποστήριξη! Τα σεμινάρια και το διάβασμα βιβλίων δεν αρκούν για να γίνει κάποιος επιστήμονας σε οποιονδήποτε κλάδο!
Καρκίνος του μαστού: απαγορεύεται το γάλα και το κόκκινο κρέας;
Συχνά ακούγεται ότι σε γυναίκες με καρκίνο του μαστου απαγορεύεται η κατανάλωση γάλακτος και κόκκινου κρέατος. Υπάρχουν όμως ενδείξεις για αυτή την απαγόρευση στην πρόληψη και κατά την αντιμετώπιση του καρκίνου του μαστού;
Αναφορικά με την πρόληψη του καρκίνου του μαστού η έρευνα δεν έχει δείξει ότι η κατανάλωση γαλακτοκομικών αυξάνει τον κίνδυνο νόσου. Αντιθέτως, μια μετα-ανάλυση (έρευνα που λαμβάνει υπόψιν δεδομένα πολλών μελετών) δείχνει μείωση του κινδύνου εμφάνισης καρκίνου του μαστού κατά 5% σε γυναίκες που κατανάλωναν μεγαλύτερες ποσότητες γαλακτοκομικών, σε σχέση με γυναίκες που κατανάλωναν μικρότερες ποσότητες γαλακτομικών. Όσον αφορά το γάλα φάνηκε ότι μειώνει τον κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του μαστού, αλλά η συσχέτιση αυτή δεν ήταν στατιστικά σημαντική. Μάλιστα, τα γαλακτοκομικά με χαμηλά λιπαρά έδειξαν πιο ισχυρη σχέση με την μείωση του κινδύνου νόσου.
Όσο για το κόκκινο κρέας και την πρόληψη του καρκίνου γενικά, γνωρίζουμε ότι το κόκκινο κρέας ανήκει στην ομάδα των πιθανών καρκινογόνων, ενώ το επεξεργασμένο κρέας (αλλαντικά) ανήκει στην ομάδα των καρκινογόνων σύμφωνα με τον IARC, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι απαγόρευεται η κατανάλωσή τους. Συστήνεται η κατανάλωση εως 80 γρ την ημέρα κόκκινο κρέας και εως 50 γρ. την ημέρα επεξεργασμένο κρέας. Αναφορικά με τον καρκίνο του μαστού οι έρευνες δεν δείχνουν σαφή αποτελέσματα, αλλά μια μετα-αναλύση έδειξε ότι όπως και με άλλους τύπους καρκίνου η υπερκατανάλωση κόκκινου και επεξεργασμένου κρέατος σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο νόσου. Παράλληλα, μια άλλη μετα-ανάλυση ερευνών δεν υποστηρίζει συσχέτιση μεταξύ κατανάλωσης ζωικού λίπους (όπως από κρέας και γαλακτοκομικά) και αυξημένου κινδύνου εμφάνισης καρκίνου του μαστού, ενώ έχουμε περιορισμένα τα στοιχεία που δείχνουν αύξηση του κινδύνου νόσου με την υπερκατανάλωση λίπους γενικά, καθώς και κορεσμένου λίπους (γαλακτοκομικά, λίπος κρέατος και αλλαντικών, βούτυρο, φοινικέλαιο, λάδι καρύδας).
Οι γυναίκες με καρκίνο μαστού τι πρέπει να κάνουν;
Σε γυναίκες με διάγνωση καρκίνου του μαστού τα ερευνητικά δεδομένα δεν μπορούν να μας οδηγήσουν σε σαφή συμπεράσματα, αναφορικά με την κατανάλωση λίπους, και κορεσμένου λίπους, άρα και των τροφίμων που τα περιέχουν όπως το κρέας και τα γαλακτοκομικά. Ενδέχεται όμως η χαμηλότερη κατανάλωση λιπαρών να μπορεί να βοηθήσει στην πρόληψη επανεμφάνισης της νόσου,.
Λαμβάνοντας υπ’ όψιν ότι το σώμα, ειδικά σε καταστάσεις ασθένειας χρειάζεται ενέργεια και θρεπτικά συστατικά, η προσκόλληση σε μια υγιεινή διατροφή είναι απαραίτητη για την διατήρηση μιας καλής κατάστασης θρέψης. Επίσης, λόγω των παρενεργειών της θεραπείας (ναυτία, έμετος, κόπωση) ενδέχεται η σίτιση να δυσχαιρένεται, επομένως, η κατανάλωση ποικιλίας θρεπτικών τροφίμων κρίνεται ακόμη πιο σημαντική. Έτσι, τα γαλακτοκομικά, και το κρέας που είναι τρόφιμα πλούσια σε θρεπτικά συστατικά μπορούν να είναι μέρος της διατροφής των γυναικών με καρκίνο του μαστού, όπως άλλωστε και σε υγιή άτομα. Φυσικά, όπως και για όλους μας συστήνεται η αποφυγή υπερκατανάλωσης λιπαρών και κορεσμένων λιπαρών, επομένως είναι προτιμότερη η κατανάλωση γαλακτοκομικών με χαμηλότερα λιπαρά, και άπαχου κρέατος .
Συνοψίζοντας, στην πρόληψη του καρκίνου του μαστού τα δεδομένα είναι πιο σαφή και δείχνουν ότι η κατανάλωση γαλακτοκομικών, και δη χαμηλών σε λιπαρά, έχει ευεργετική δράση, ενώ η κατανάλωση κόκκινου και επεξεργασμένου κρέατος μάλλον έχει αρνητική επίδραση. Κατά την αντιμετώπιση της νόσου δεν έχουμε δεδομένα που να υποδυκνείουν ότι επιβάλλεται η αποφυγή γάλακτος και γαλακτοκομικών ή κρέατος. Αντιθέτως, μπορούν να είναι μέρος της υγιεινής διατροφής που συστήνεται για τη διατήρηση καλής κατάστασης θρέψης, αρκεί να μην γίνεται υπερκατανάλωση λίπους και ειδικά κορεσμένου λίπους, κάτι που ισχύει για όλους μας.
Το πιο σημαντικό βήμα που μπορούν να κάνουν οι γυναίκες που αντιμετωπίζουν καρκίνο του μαστού πέρα από την προσκόλληση σε μια πλήρη και ισσοροπημένη διατροφή είναι να δώσουν έμφαση στη διατήρηση του βάρους τους και μιας καλής κατάστασης θρέψης, ενώ να διατηρήσουν φυσιολογικό σωματικό βάρος μετά την θεραπεία.
Πηγές:
- Dairy consumption and risk of breast cancer: a meta-analysis of prospective cohort studies. doi: 10.1007/s10549-011-1467-5
- https://www.iarc.fr/en/media-centre/iarcnews/pdf/Monographs-Q&A_Vol114.pdf
- Red and processed meat intake and risk of breast cancer: a meta-analysis of prospective studies. doi: 10.1007/s10549-015-3380-9
- Summary and meta-analysis of prospective studies of animal fat intake and breast cancer. doi: 10.1017/S095442241000003X
- Nutrition and Survival After the Diagnosis of Breast Cancer: A Review of the Evidence. doi:10.1200/JCO.2002.03.008
- Nutrition and Physical Activity During and After Cancer Treatment: An American Cancer Society Guide for Informed Choices. doi: 10.3322/canjclin.56.6.323
- http://www.aicr.org/assets/docs/pdf/education/heal-well-guide.pdf
Πόσο γρήγορος είναι ο μεταβολισμός σας;
Ο μεταβολισμός, και το πόσο «γρήγορος» ή «αργός» είναι απασχολεί αρκετά τα άτομα που προσπαθούν να χάσουν βάρος. Τι είναι όμως ο μεταβολισμός, πώς τον μετράμε και τι σχέση έχει με το μεταβολισμό των τροφών;
Η διατήρηση, η απώλεια ή πρόσληψη βάρους ελέγχονται από το ενεργειακό ισοζύγιο, δηλαδή πόση ενέργεια ή θερμίδες προσλαμβάνει μέσω της τροφής και πόσες χρειάζεται ή «καίει» ο οργανισμός μέσα σε μία ημέρα. Όταν το άτομο προσλαμβάνει περισσότερες θερμίδες από αυτές που χρειάζεται, τότε το βάρος αυξάνεται, ενώ όταν καταναλώνει λιγότερες το βάρος μειώνεται.
Με τον όρο μεταβολισμό ή βασικό μεταβολισμό ή βασικό μεταβολικό ρυθμό εννοούμε τις ενεργειακές ανάγκες του οργανισμού για τις βασικές του λειτουργίες, όπως την αναπνοή, την κυκλοφορία του αίματος, τη διατήρηση σταθερής θερμοκρασίας σώματος και τη λειτουργία της καρδιάς, όταν το άτομο βρίσκεται σε ηρεμία, ύστερα από ολονύκτια νηστεία, δηλαδή χωρίς τροφή.
Ο βασικός μεταβολικός ρυθμός επηρεάζεται από ποικίλους παράγοντες, όπως την ηλικία, την επιφάνεια σώματος, το ύψος, το φύλο, τη σύσταση του σώματος, καθώς και από ορμονικούς και γενετικούς παράγοντες.
Καθένας έχει διαφορετικό βασικό μεταβολισμό, ενώ ανάλογα με το πόσο καθιστική ή δραστήρια ζωή διάγει ο βασικός μεταβολισμός μπορεί να αποτελεί το 45-70% της συνολικής ημερήσιας ενεργειακής δαπάνης.
Για να μετρήσουμε το βασικό μεταβολικό ρυθμό μπορούμε α) να χρησιμοποιήσουμε υπάρχουσες εξισώσεις με παράγοντες το βάρος, το ύψος, την ηλικία και το φύλο, β) να μετρήσουμε την απώλεια θερμότητας του σώματος μέσω άμεσης θερμιδομετρίας και γ) να μετρήσουμε την κατανάλωση οξυγόνου και παραγωγή διοξειδίου του άνθρακα μέσω έμμεσης θερμιδομετρίας.
Η χρήση εξισώσεων και η έμμεση θερμιδομετρία αποτελούν τους πιο κοινούς τρόπους μέτρησης του βασικού μεταβολικού ρυθμού, με την έμμεση θερμιδομετρία να είναι πιο έγκυρη, καθώς δεν εκτιμούμε απλώς, αλλά μετράμε το βασικό μεταβολισμό και έτσι μπορούμε με μεγαλύτερη ακρίβεια να εκτιμήσουμε τη συνολική ημερήσια ενεργειακή δαπάνη και να αναπτύξουμε ένα εξατομικευμένο πρόγραμμα διατροφής!
Για τη μέτρηση του βασικού μεταβολισμού το άτομο θα πρέπει να είναι νηστικό για 12 ώρες, να έχει μόλις ξυπνήσει, να μην έχει γυμναστεί την προηγούμενη ημέρα, να είναι υγιές, χωρίς πυρετό, να είναι ξαπλωμένο και σε χώρο σε θερμοκρασία δωματίου. Λόγω του ότι δεν μπορούμε πάντα να έχουμε τις παραπάνω συνθήκες, κατά το πλείστον μετράμε το μεταβολισμό ηρεμίας με το άτομο να είναι νηστικό για 4 ώρες.
Το πόσο γρήγορος ή αργός είναι ο μεταβολισμός προκύπτει από τη σύγκριση του βασικού μεταβολισμού (ή μεταβολισμού ηρεμίας) με τον προβλεπόμενο από τις εξισώσεις μεταβολισμό.
Από την άλλη, με τον όρο μεταβολισμό της τροφής εννοούμε τις βιοχημικές διεργασίες που αποσκοπούν στην αποικοδόμηση των θρεπτικών συστατικών της τροφής, με σκοπό την παραγωγή χημικής ενέργειας για τις φυσιολογικές λειτουργίες του οργανισμού και τη βιοσύνθεση δομικά και λειτουργικά σημαντικών μορίων του οργανισμού.
Ανεξάρτητα με το μεταβολισμό του οργανισμού, η ενέργεια που προσδίδει ένα τρόφιμο είναι συγκεκριμένη. Δηλαδή, οποιοσδήποτε καταναλώσει ένα τρόφιμο 100 θερμίδων θα προσλάβει ενέργεια 100 θερμίδων!
Η μέτρηση του βασικού μεταβολισμού είναι σημαντική για την εκπόνηση ενός εξατομικευμένου προγράμματος διατροφής, καθώς από άτομο σε άτομο, ακόμη και με το ίδιο βάρος, ύψος, ηλικία και φύλο ο μεταβολισμός μπορεί να διαφέρει αρκετά! Σε γενικές γραμμές, άτομα με «γρήγορο» μεταβολισμό μπορούν να χάνουν πιο εύκολα βάρος σε σχέση με άτομα με «αργό» μεταβολισμό.