Οικονομικές και υγιεινές πηγές πρωτεΐνης
Μια πλήρης και υγιεινή διατροφή δεν είναι και δεν χρειάζεται να είναι ακριβή! Ένα από τα βασικά θρεπτικά συστατικά που το σώμα μας χρειάζεται είναι η πρωτεϊνη, και τα απαραίτητα αμινοξέα.
Οι πηγες πρωτεϊνης είναι το κρέας και τα παράγωγά του, τα πουλερικά, το ψάρι, το γάλα, το γιαούρτι και το τυρί, το αυγό, τα όσπρια και οι ξηροί καρποί, ενώ πρωτεϊνη βρίσκουμε και στα λαχανικά, καθώς και σε μικρή ποσοτητα στις πηγές υδατανθράκων. Δηλαδή, είναι πολύ εύκολο να βρούμε πρωτεϊνες σε πολλά τρόφιμα που βρίσκουμε εύκολα και καταναλώνουμε στην καθημερινότητά μας.
Ένα σημαντικό ζήτημα στην πρόσληψη πρωτεϊνών είναι οι πηγές πρωτεϊνης να μην είναι υψηλές σε κορεσμένα λιπαρά. Ας δούμε ορισμένες οικονομικές μεν, υγιεινές δε, πηγές πρωτεΐνης.
- Αυγο & ασπραδι αυγού (7 γραμμάρια πρωτεϊνης/ασπράδι ή αυγό): η καλύτερη ποιοτικά πρωτεϊνη, σε εξαιρετική τιμή! Το αυγό ειναι από τα πιο θρεπτικά τρόφιμα, το οποίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε πληθρώρα συνταγών. Πλεόν στο εμπόριο βρίσκουμε και παστεριωμένα ασπράδια αυγού για εξτρα άλιπη πρωτεϊνη σε ομελέτες και άλλες συνταγές!
- Γιαούρτι (18-20 γρ πρωτεϊνης/κεσεδάκι): 1 κεσεδάκι γιαούρτι προσδίδει πρωτεϊνη υψηλής βιολογικής αξίας, μαζί με Ασβέστιο, και λιποδιαλυτές βιταμινες και προβιοτικά. Διατηρείται περισσότερο καιρό σχέση με το γάλα, και μπορεί να χρησιμοποιηθεί ακόμη και σε γλυκές και αλμυρές συνταγές!
- Τυριά με χαμηλά λιπαρά (11-21 γρ πρωτεϊνης/100 γρ): Επιλέγοντας τυρί χαμηλό σε λιπαρά, έχουμε στον ίδιο όγκο τροφής λιγοτερα λιπαρά και περισσότερη πρωτεϊνη υψηλής βιολογικής αξίας! Κίτρινα τυριά χαμηλά σε λιπαρά που έχουν ωραία γεύση περιέχουν περίπου 17% λιπαρά, ενώ και η φέτα με χαμηλά λιπαρά (11-12%), το τυρί cottage, το κατίκι Δομοκού, το γαλοτύρι, η φρέσκια μοτσαρέλα και η μυζηθρα/ανθοτυρο έχουν ωραία γεύση με λίγα λιπαρά!
- Ταχίνι (17 γρ πρωτεϊνης/100 γρ) και βούτυρα ξηρών καρπών (20-25 γρ πρωτεϊνης/100 γρ): Πλέον εύκολα τα βρίσκουμε στο εμπόριο, χωρίς προσθήκη ζάχαρης και κορεσμένων λιπαρών, ενώ η τιμή τους ειναι ιδιαιτερα προσιτή όταν αγοράζονται από καταστήματα που τα φτιάχνουν επι τόπου, ή αν τα φτιάξουμε στο σπίτι αλέθωντας τους ξηρους καρπούς σε μεγάλο, δυνατό blender. Το ταχίνι και τα βούτυρα ξηρών καρπών είναι πηγές πρωτεϊνης και καλών λιπαρών.
- Στήθος κοτόπουλο (30 γρ πρωτεϊνης/100 γρ): Το κοτοπουλο είναι ειναι πολύ χαμηλό σε λιπαρά, και πιο προσιτό οικονομικά σε σχέση με άλλα κρέατα και κομμάτια κρεάτων με αντίστοιχα χαμηλά λιπαρά.
- Ψάρι (περίπου 20 γρ πρωτεϊνης/100 γρ): Το ψάρι, νωπό ή κατεψυγμένο είναι μια εξαιρετική επιλογή. Το κατεψυγμένο ψάρι είναι και φρέσκο (καταψύχεται άμεσα) και πιο προσιτό οικονομικά σε σχέση με τά νωπά ψάρια. Μάλιστα, τα λιπαρά ψάρια, είναι πηγές των απαραίτητων ω-3 λιπαρών οξέων! Από τα λιπαρά ψάρια οι σαρδέλες ξεχωρίζουν οχι μόνο για την τιμή τους, αλλά και για το γεγονός οτι λόγω της θέσης τους στην τροφική αλυσίδα είναι πλούσια σε ω-3 λιπαρά, χωρίς τα βαρέα μέταλλα των μεγάλων λιπαρών ψαριών!
- Όσπρια (9γρ πρωτεϊνης/100 γρ): Είναι φτηνά, είναι χορταστικά, είναι πηγές πρωτεϊνης, φυτικών ινών, και τα βρίσκουμε σε μεγάλη ποικιλία. Από τα ρεβύθια εως τα μαυρομάτικα φασόλια, και το τόφου οι χρήσεις και οι συνταγές στις οποίες μπορούν να χρησιμοποιηθούν είναι πολλές, από σούπες και σαλάτες, εως γλυκίσματα!
- Άλλα τρόφιμα-πηγές πρωτεϊνης: Πέρα από τα παραπάνω τρόφιμα, και άλλα τρόφιμα όπως τα λαχανικά & τα μανιτάρια (3 γρ πρωτεϊνης/100 γρ) και τα σιτηρά περιέχουν πρωτεϊνη, αν και σε μικρότερη ποσοτητα. Για παράδειγμα, η βρώμη που μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε πολλές συνταγές περιέχει 14 γραμμάρια πρωτεϊνης/100 γρ.
Οι χυμοί προκαλούν καρκίνο;
Πριν λίγες ημέρες δημοσιεύτηκαν τα αποτελέσματα μιας επιστημονικής μελέτης, αναφορικά με την επίδραση της κατανάλωσης ροφημάτων με ζάχαρη (ροδήματα με άνω του 5% ελεύθερα σάκχαρα) και χυμούς στον κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου. Σε εφημερίδες και μέσα κοινωνικής δικτύωσης δεν άργησαν να εμφανιστούν τίτλοι που ανέφεραν ότι οι χυμοί και τα αναψυκτικά προκαλούν καρκίνο!
Τι έδειξε, όμως, η μελέτη;
Καταρχάς θα πρέπει να επισημανθεί ότι η μελέτη ήταν μια προοπτική μελέτη παρατήρησης. Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορούμε να βγάλουμε συμπεράσματα τύπου αίτιο-αιτιατό, δηλαδή δεν μπορούμε να πούμε ότι το Χ προκαλεί ή δεν προκαλεί το Ψ, αλλά μόνο να δούμε αν υπάρχει συσχέτιση μεταξύ τους.
Τα αποτελέσματα της μελέτης ήταν ότι η κατανάλωση ροφημάτων με ζάχαρη σχετίζεται με 18% υψηλότερο κίνδυνο για καρκίνο, και 22% υψηλότερο κίνδυνο για καρκίνο του μαστού. Η κατανάλωση ροφημάτων με γλυκαντικά δεν σχετίστηκε με τον κίνδυνο για καρκίνο, ενώ η κατανάλωση 100% φυσικών χυμών σχετίστηκε με 12% υψηλότερο κίνδυνο για καρκίνο. Αν και ακούγεται μεγάλη η αύξηση του κινδύνου, πρόκειται για σχετικό κίνδυνο. Δηλαδή, αν έχει κάποιος 1% πιθανότητα για ανάπτυξη καρκίνου, άτομα που καταναλώνουν 100% φυσικών χυμών έχουν 1,12% πιθανότητα.
Επειδή, όμως, όπως προαναφέρθηκε η συσχέτιση δεν σημαίνει και αιτία, θα πρέπει να εξετάσουμε το γιατί βρέθηκε αυτή η συσχέτιση. Το σύνολο της βιβλιογραφίας μέχρι τώρα δεν έχει υποδείξει αιτιώδη συσχέτιση μεταξύ ροφημάτων με ζάχαρη και καρκίνου. Η αυξημένη κατανάλωση ροφημάτων με ζάχαρη σχετίζεται με το αυξημένο σωματικό βάρος, το οποίο σχετίζεται με τον υψηλότερο κίνδυνο για εμφάνιση καρκίνου.
Επίσης, αναλυση των αποτελεσμάτων της μελέτης υπέδειξε ότι σε σχέση με τα άτομα που είχαν χαμηλή πρόσληψη ροφημάτων με ζάχαρη, τα άτομα που κατανάλωναν υψηλές ποσότητες, ροφημάτων με ζάχαρη προσλάμβαναν υψηλότερες θερμίδες, υδατάνθρακες, λιπαρά και αλάτι, ενώ κάπνιζαν και περισσότερο. Οι πληροφορίες αυτές είναι ιδιαίτερα σημαντικές, καθώς οι διατροφικές συνήθειες αποτελούν σύμπλεγμα συμπεριφορών και συνηθειών, και η μεμονωμένη ανάλυσή τους δεν οδηγεί σε σαφή συμπεράσματα. Ειδικά το κάπνισμα αποτελεί ανεξάρτητο παράγοντα κινδύνου για καρκίνο, ενώ η χαμηλότερη ποιότητα διατροφής σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου, όπως υποδεικνύουν και άλλες μελέτες παρατήρησης.
Οι άνθρωποι υπερκαταναλώνουμε τα ελεύθερα σάκχαρα (μέλι, ζαχαρη, σιρόπια, περιμέζι κ.α.) μέσω της κατανάλωσης ροφημάτων, γλυκισμάτων, δημητριακών πρωινού και σνακ. Ο Π.Ο.Υ. συστήνει τη μείωση της κατανάλωσης των ελευθέρων σακχάρων στο 5% της ημερήσιας ενεργειακής πρόσληψης, δηλαδή περί τα 25-30 γραμμάρια ελευθέρων σακχάρων ημερησίως.
Συνεπώς, σαφώς η υπερκατανάλωση ροφημάτων με ζάχαρη μπορεί να έχει αρνητική επίδραση στην υγεία μακροπρόθεσμα, και σχετίζεται με χαμηλή ποιότητα διατροφής, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η χαμηλή κατανάλωσή τους, στα πλαίσια μιας ισορροπημένης διατροφής θα είναι επιβαρυντική για την υγεία!
Για τη μείωση του κινδύνου εμφάνισης καρκίνου συστήνεται μια ισορροπημένη διατροφή στα πλαίσια της Μεσογειακής διατροφής και τακτική άσκηση, ενώ φυσικά σημαντική είναι και η πρόσβαση σε ιατρική περίθαλψη, για πρόληψη και εγκαιρη διάγνωση!
Πηγή: Sugary drink consumption and risk of cancer: results from NutriNet-Santé prospective cohort
Επίπεδα γλυκόζης στο αίμα: τι είναι η γλυκόζη, ποια είναι τα φυσιολογικά επίπεδα στο αίμα, τι συμβαίνει αν είναι αυξημένη, πως την ελέγχω, και ποιες τροφές τη ρίχνουν;
Η γλυκόζη είναι ένα απλό σάκχαρο και αποτελεί την πρωταρχική πηγή ενέργειας για τον ανθρώπινο οργανισμό. Τα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα διατηρούνται σε ένα συγκεκριμένο εύρος για την υγιή λειτουργία του οργανισμού.
Η γλυκόζη προέρχεται από τα διάφορα τρόφιμα που περιέχουν υδατάνθρακες (πχ. ψωμί, φρούτα, ζυμαρικά, όσπρια, κ.α.). Οι σύνθετοι υδατάνθρακες που περιέχονται σε αυτά μετατρέπονται σε γλυκόζη κατά τη διάρκεια της πέψης και της απορρόφησης. Παράλληλα, όντας το κύριο καύσιμο του οργανισμού, το σώμα, μέσω της γλυκονεογένεσης μπορεί να παράξει μόνο του γλυκόζη.
Σύμφωνα με την American Diabetes Association, τα φυσιολογικά επίπεδα γλυκόζης στο αίμα σε άτομα που δεν έχουν Σακχαρώδη Διαβήτη είναι τα εξής:
- Νηστεία (π.χ. πριν από το πρωινό): 70 – 100 mg/dL
- Μετά από γεύματα(2 ώρες μετά): Λιγότερο από 140 mg/dL
Στους ασθενείς με διαβήτη, οι στόχοι γλυκαιμίας είναι ελαφρώς διαφορετικοί:
- Νηστεία και πριν από τα γεύματα: 80 – 130 mg/dL
- Μετά από γεύματα (2 ώρες μετά): Λιγότερο από 180 mg/dL
Η παρατεταμένη αυξημένη γλυκόζη αίματος (υπεργλυκαιμία) είναι δείγμα αυξημένου κινδύνου ανάπτυξης σακχαρώδους διαβήτη, όπου το σώμα δεν μπορεί να ρυθμίσει τα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα. Με την πάροδο του χρόνου, ο αρρύθμιστος διαβήτης μπορεί να προκαλέσει σοβαρές επιπλοκές, όπως καρδιαγγειακά νοσήματα, νεφρική νόσο, νευροπάθεια, και μικρο-αγγειακές βλάβες στα μάτια.
Πώς ελέγχουμε τα επίπεδα γλυκόζης μέσω της διατροφής;
Η διατροφή παίζει ζωτικό ρόλο στη ρύθμιση των επιπέδων γλυκόζης στο αίμα. Ακολουθώντας μια ισορροπημένη, υγιεινή διατροφή, μπορεί κανείς να ελέγξει τα επίπεδα γλυκόζης του αίματος, με στόχο την πρόληψη και την αντιμετώπιση του σακχαρώδους διαβήτη τύπου ΙΙ.
Τα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα ανεβαίνουν με την πρόσληψη υδατανθράκων. Στην περίπτωση του προ-διαβήτη και του διαβήτη, τα επίπεδα γλυκόζης παραμένουν υψηλά για περισσότερη ώρα. Στόχος, συνεπώς, είναι η καθυστέρηση της απορρόφησης των υδατανθράκων στην κυκλοφορία του αίματος, για σταδιακή αύξηση των τιμών γλυκόζης στο αίμα.
Αυτό επιτυγχάνεται με τις παρακάτω μεθόδους:
1. Συνδυασμός των πηγών υδατανθράκων με πηγές “καλών” λιπαρών ή/και πρωτεΐνης (πχ. φρούτο και ξηροί καρποί, φρούτο και γιαούρτι). Στο επίπεδο του γεύματος, συστήνεται η κατανάλωση πλήρων γευμάτων που περιέχουν λαχανικά, πηγή πρωτεΐνης και πηγή σύνθετων υδατανθράκων, με χρήση καλών λιπαρών, όπως εξαιρετικά παρθένο ελαιόλαδο (πχ. πράσινη σαλάτα με κοτόπουλο και πατάτες).
2. Περιορισμός της υπερκατανάλωσης ελευθέρων και πρόσθετων σακχάρων, όπως γλυκίσματα και γλυκά σνακ, και ροφήματα με ζάχαρη (χυμοί, αναψυκτικά).
3. Αύξηση της κατανάλωσης φυτικών ινών. Οι φυτικές ίνες βοηθούν στην επιβράδυνση της απορρόφησης της γλυκόζης από το σώμα, βοηθώντας έτσι στη διατήρηση πιο σταθερού εύρους επιπέδων γλυκόζης στο αίμα, ενώ βελτιώνουν και τον κορεσμό.
Φυσικά, στα πλαίσια του συνόλου της διατροφής, μια διατροφή όπως η Μεσογειακή Διατροφή φαίνεται να έχει μακροπρόθεσμα θετικό αποτέλεσμα στον έλεγχο των επιπέδων σακχάρου του αίματος, καθώς και στην μείωση του κινδύνου εμφάνισης των επιπλοκών της νόσου, όπως τα καρδιαγγειακά νοσήματα, μέσω του ελέγχου των λιπιδίων του αίματος και της αρτηριακής πίεσης.
Παράλληλα, η απώλεια και διατήρηση της απώλειας βάρους της τάξης του 10% του αρχικού βάρους συμβάλλει στην βελτίωση της ρύθμισης της γλυκόζης του αίματος, τη μείωση της ινσουλινο-αντίστασης, ακόμη και την ύφεση του διαβήτη.
Υπάρχουν τρόφιμα που ρίχνουν τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα;
Δεν υπάρχουν τρόφιμα που ρίχνουν τα επίπεδα γλυκόζης. Τα τρόφιμα που έχουν χαμηλό γλυκαιμικό δείκτη, όμως, οδηγούν σε ομαλή αύξηση της γλυκόζης του αίματος. Τέτοια τρόφιμα είναι τα δημητριακά/σιτηρά ολικής άλεσης, τα φρούτα και τα λαχανικά, τα όσπρια και οι ξηροί καρποί.
Επίσης, το ξύδι έχει προταθεί ως ένα πιθανό φυσικό μέσο για τη μείωση των επιπέδων σακχάρου στο αίμα. Μερικές μικρές μελέτες έχουν υποστηρίξει την θεωρία ότι μπορεί να επιβραδύνει την απορρόφηση των υδατανθράκων, οδηγώντας έτσι σε μια πιο αργή και σταθερή αύξηση των επιπέδων γλυκόζης στο αίμα, και να αυξήσει την ευαισθησία των κυττάρων στην ινσουλίνη, την ορμόνη που ρυθμίζει την απορρόφηση της γλυκόζης από τα κύτταρα. Ωστόσο, παρόλο που υπάρχουν ορισμένες ανεξάρτητες μελέτες που υποστηρίζουν αυτά τα ευρήματα, τα δεδομένα είναι περιορισμένα. Οι περισσότερες μελέτες έχουν πραγματοποιηθεί σε μικρό αριθμό συμμετεχόντων και οι αποτελέσματα είναι αντικρουόμενα.
Συνοψίζοντας, ο έλεγχος των επιπέδων σακχάρου στο αίμα απαιτεί προσεκτική παρακολούθηση και διαχείριση με τη βοήθεια της διατροφής, της φυσικής δραστηριότητας και τη χρήση φαρμάκων σε άτομα με διαβήτη. Ο στόχος είναι να διατηρηθούν φυσιολογικά επίπεδα σακχάρου στο αίμα για την επίτευξη και διατήρηση της υγείας και της ευεξίας. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι ο έλεγχος των επιπέδων σακχάρου στο αίμα πρέπει να γίνεται υπό την καθοδήγηση διεπιστημονικής ομάδας ιατρού (αναφορικά με την φαρμακοθεραπεία) και διαιτολόγου-διατροφολόγου (αναφορικά με την διατροφή) και να λαμβάνονται υπόψη οι ατομικές ανάγκες και αρέσκειες του κάθε ατόμου.
Χρήσιμες Πηγές
- American Diabetes Association; Standards of Care in Diabetes—2023 Abridged for Primary Care Providers. Clin Diabetes 2 January 2023; 41 (1): 4–31. https://doi.org/10.2337/cd23-as01
- American Heart Association. (2018). Added Sugars. [Online] Available at: https://www.heart.org/en/healthy-living/healthy-eating/eat-smart/sugar/a...
- Johnston, C. S., Kim, C. M., & Buller, A. J. (2004). Vinegar improves insulin sensitivity to a high-carbohydrate meal in subjects with insulin resistance or type 2 diabetes. Diabetes Care, 27(1), 281-282.
- Liatis, S., Grammatikou, S., Poulia, K. A., Perrea, D., Makrilakis, K., & Diakoumopoulou, E. (2010). Vinegar reduces postprandial hyperglycaemia in patients with type II diabetes when added to a high, but not to a low, glycaemic index meal. European Journal of Clinical Nutrition, 64(7), 727-732.
Νηστεία: Κάνει καλό στην υγεία μας;
Η νηστεία στην Ορθόδοξη Εκκλησία διαρκεί 180-200 ημέρες το χρόνο, με κάθε περίοδο νηστείας να διαφέρει σε σχέση με το τι τρόφιμα αποφεύγονται. Βέβαια, όπως έδειξε μια μελέτη, αρκετοί πιστοί ακολουθούν δικούς τους κανόνες αναφορικά με τα τρόφιμα που νηστεύουν και τις περιόδους νηστείας. Μιας που η νηστεία λαμβάνει χώρα ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, έχουν γίνει μελέτες σε μοναχούς και πολίτες που νηστεύουν, σχετικά με την επίδραση της νηστείας στην υγεία.
Η νηστεία στην Ορθόδοξη Εκκλησία θα μπορούσε να συγκριθεί με μια παροδικά vegetarian ή αλλιώς flexitarian διατροφή, ακόμη και με περιόδους βιγκανισμού (vegan διαττροφή), ενώ άλλοι την συγκρίνουν και με το κλασσικό πρότυπο της Μεσογειακής Διατροφής. Δηλαδή, η νηστίσιμη διατροφή είναι συγκρίσιμη με πρότυπα που συνάδουν με μια υγιεινή διατροφή. Και όντως, η έρευνα αναδυκνείει τα οφέλη που έχει η νηστεία στην υγεία μας.
Αναφορικά με τη γλυκόζη, φαίνεται ότι οι μοναχοί οι οποίοι νηστεύουν αυστηρά σύμφωνα με τις οδηγίες της κάθε περιόδου νηστείας, έχουν καλύτερο γλυκαιμικό έλεγχο, και καλύτερη ανοχή στη γλυκόζη, ενώ για το κοινό τα ευρήματα δεν είναι τόσο ξεκάθαρα. Όσον αφορά τα λιπίδια του αίματος, φαίνεται να υπάρχει βελτίωση στην ολική και την LDL “κακή” χοληστερόλη μετά τη νηστεία.
Πολλοί θεωρούν ότι με τη νηστεία παίρνουμε βάρος. Αυτό ισχύει μόνο στην περίπτωση που προσλαμβάνουμε περισσότερες θερμίδες από αυτές που χρειάζεται το σώμα μας. Είναι, βέβαια, πολύ εύκολο να παρασυρθούμε με τρόφιμα πλούσια σε θερμίδες, όπως ο χαλβάς, αλλά τρόφιμα που επιλέγουμε συχνά στη νηστεία, όπως τα όσπρια είναι θρεπτικά και αρκετά χορταστικά!
Η έρευνα δείχνει ότι μετά την περίοδο της νηστείας, άτομα που νηστεύουν έχουν χαμηλότερο βάρος, ενώ οι μοναχοί πέρα από γενικά χαμηλότερο βάρος τους, έχουν και χαμηλότερο ποσοστό λίπους, σε σχέση με πολίτες που νηστεύουν. Ένα ενδιαφέρον έυρημα μιας μελέτης ήταν ότι κατά τη νηστεία, τα άτομα που νηστεύουν προσλαμβάνουν 180 θερμίδες λιγότερες απ’ ότι όταν δεν νηστεύουν, ενώ εκείνοι που δεν νηστεύουν, κατά τη διάρκεια της νηστείας προσλαμβάνουν 137 θερμίδες επιπλέον! Συνεπώς, η νηστεία μπορεί να βοηθήσει στον έλεγχο του σωματικού βάρους.
Λόγω των περιορισμών που φέρει η νηστεία, η επαρκής πρόσληψη θρεπτικών συστατικών απασχολεί τους πιστούς που επιλέγουν να νηστέψουν. Η έρευνα δείχνει ότι κατά τη νηστεία καταναλώνουμε περισσότερα φρούτα, λαχανικά και όσπρια, περισσότερες φυτικές ίνες, και λιγότερα λιπαρά γενικά και λιγότερα κορεσμένα και τρανς λιπαρά και πρωτεΐνες. Κατά τη νηστεία μειώνεται η πρόσληψη αλατιού και ασβεστίου, κια αυξάνεται η πρόσληψη Μαγνησίου. Ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι έρευνες δείχνουν ότι όχι μόνο δεν επιρρεάζονται αρνητικά οι αποθήκες Σιδήρου κατά τη νηστεία, αλλά αντιθέτως όσοι νηστεύουν έχουν καλύτερα επίπεδα Φερριτίνης!
Τέλος, όσον αφορά την ψυχική υγεία, η οποία είναι εξίσου σημαντική με τη σωματική υγεία, οι μοναχοί βρίσκονται σε καλύτερη κατάσταση ψυχικής υγείας, ενώ έχουν πιο υγιείς συμπεριφορές, όπως ηρεμία, ικανοποιητική ζωή, υγιεινή διατροφή, προσωπική υγιεινή και σωματική άσκηση.
Συνεπώς, η νηστεία ως πρότυπο και τρόπος διατροφής (και ζωής) μπορεί να αποτελέσει έναν παράγοντα με θετική επίδραση στην σωματική και ψυχική υγεία.